ΔΥΣΦΟΡΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
του Πέτρου Θεοδωρίδη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ. Περιεχεται στο βιβλίο : Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ ΠΕΤΡΟΣ , Εκδ ΕΝΕΚΕΝ , 2012
( αναδημοσιεύω εδώ ένα αρκετά παλιότερο μου κείμενο , από την αρχή της κρίσης , ελπίζοντας ότι θα βοηθήσει στο να καταλάβουμε τι συμβαίνει τώρα που ο κομπος έφτασε στο χτένι .. Πέτρος Θ. )
H δημοκρατία σήμερα μοιάζει σαν να αντανακλάται σε σπασμένο καθρέφτη· ένα
θρυμματισμένο ομοίωμα που εμπεριέχει αναμνήσεις, αναλαμπές. Tα σημαινόμενά της
γλιστρούν ενώ εμείς —τα υποκείμενά της— οι πολίτες, αλλάζουμε. Η «Ελευθερία των
Μοντέρνων», σύμφωνα με τη φράση του Μπένζαμιν Κόνσταντ, προσδιορίζεται «ως η
ελευθερία των ατόμων, ενώ για τους αρχαίους σήμαινε την ελευθερία μιας
κοινότητας, της Πόλης1». Η δημοκρατία για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μια
«μαχητική» λέξη, απέπνεε ενθουσιασμό και, αρχικά, συνδεόταν με τον πόλεμο και
την αρρενωπότητα. Ο πολίτης στην αρχαία Αθήνα ήταν κυρίως ο οπλίτης και η
Εκκλησία του Δήμου προήλθε από τη συνέλευση πολεμιστών. Παρόμοια στους Ρωμαίους
η «αρετή» του πολίτη, η virtus, ενείχε μια σημασία πλησιέστερη στην έννοια του
«θάρρους» και παράγεται από τη λέξη vir (άνδρας)2. «Η δημοκρατία», μας θυμίζει
ο Jacques Rancière, σημαίνει την «εξουσία εκείνων που δεν έχουν κανένα τίτλο,
καμία ειδική ικανότητα να ασκούν την εξουσία3» και στη σκέψη των αρχαίων
Αθηναίων η Δημοκρατία οριζόταν βάσει της ομοιότητας· υπήρχε μόνον εκεί όπου οι
άρχοντες έμοιαζαν με τους κυβερνώμενους. Ο μηχανισμός δημοκρατικής ανανέωσης
ρυθμιζόταν με κλήρωση· η αρχή της ισότητας ερμηνευόταν σχεδόν κατά γράμμα και η
εκλογική διαδικασία φαινόταν ως γνώρισμα ενός αριστοκρατικού πνεύματος. Η
δημοκρατία σημαίνει «τη μη καθαρότητα της πολιτικής4» και, ήδη από τον Πλάτωνα,
η δημοκρατία θεωρείτο απ’ όλα τα πολιτεύματα πού έχουν νόμους, τα «νόμιμα», η
χειρότερη· καταπατά την ελευθερία στο όνομα της ισοπεδωτικής ισότητας. Για τον
Πλάτωνα η δημοκρατία σήμαινε την κυριαρχία της «δόξας», της γνώμης έναντι της
γνώσης. Η πολιτεία θα έπρεπε να κυβερνάται από τους ανθρώπους πού διαθέτουν τη
«βασιλική επιστήμη». Ο πολιτικός του Πλάτωνα είναι ο «επιστήμων» που το έργο
του μπορεί να συγκριθεί με το έργο του υφαντή: χρησιμοποιεί το ανθρώπινο υλικό
για να κατασκευάσει το υφάδι ενός αρμονικού συνόλου5. Ο Αριστοτέλης από την
πλευρά του θεωρούσε ότι η κυριαρχία ανήκε στον νόμο· η καλή διοίκηση
—«ευνομία»— πρέπει να είναι μεικτό πολίτευμα. Η πολιτεία διαθέτει μια
απαραίτητη λαϊκή νομιμοποίηση που όμως μετριάζεται από την «αριστοκρατία» —με
τη στενή έννοια— των «αρίστων» αρχόντων της6.
Η δημοκρατία στη νεωτερικότητα
Οι αρχαίες δημοκρατίες ήταν απομονωμένες νησίδες ισότητας μεταξύ ομοίων, ανδρών
μικροϊδιοκτητών, δουλοκτητών, εν μέσω μιας γενικευμένης ανισότητας. Αντίθετα,
στη νεωτερικότητα συνεχίζουν βέβαια να υπάρχουν και να βαθαίνουν οι κοινωνικές
ανισότητες, όμως συνυπάρχουν με μια γενικευμένη προσδοκία ισότητας. Η νεώτερη
κοινωνία απαιτεί από τους ανθρώπους να είναι «συμβατοί» και «ομοιογενείς» ώστε
να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της έντονης κοινωνικής κινητικότητας.
Η νεωτερικότητα σημαδεύτηκε από τη Γαλλική Επανάσταση, την
επανεμφάνιση της δημοκρατίας αλλά και του μίσους εναντίον της. Το 1790 ο
Έντμουντ Μπερκ δημοσίευσε τους Στοχασμούς για την Επανάσταση στη Γαλλία
υποστηρίζοντας ότι οι γαιοκτήμονες αριστοκράτες ήσαν οι φυσικοί άρχοντες της
Γαλλίας. Ο ποιητής Νοβάλις στο έργο του Χριστιανοσύνη ή Ευρώπη; (1799) ύμνησε
τις «υπέροχες εκείνες ημέρες», όταν η Ευρώπη «ήταν ένα μια απέραντη πολιτική κι
ηθική αυτοκρατορία του πνεύματος». Για τον Ντε Μαιστρ που το 1796 γράφει τους
Συλλογισμούς για τη Γαλλία «το θέλημα του Θεού και όχι ο ανθρώπινος λόγος είχε
πλάσει τους νόμους, θεσμούς και κοινωνίες7».
Η θεωρία του φιλελευθερισμού, όπως τη διατυπώνει ο Τζον Λοκ,
θεμελιώνεται στα ατομικά συμφέροντα. Ο βασικός στόχος των ενωμένων σε μια
κοινότητα ανθρώπων υπό την αιγίδα μιας κυβέρνησης γίνεται η διαφύλαξη της
ιδιοκτησίας τους8 και η νεωτερική δημοκρατία εμφανίζεται πλέον με τη μορφή της
αντιπροσώπευσης. Κατά τον 18ο αιώνα δεν τίθεται πλέον θέμα άμεσης δημοκρατίας
και ο ίδιος ο Ρουσσώ ήταν πεπεισμένος ότι μόνο μικρές κοινότητες θα την
πλησίαζαν .
Οι φιλελεύθεροι υποστήριζαν ότι κάθε είδους κυριαρχία πρέπει να
στηρίζεται στη βούληση του λαού. Από την άλλη όμως ήθελαν να διαφυλάξουν το
δημοκρατικό πολίτευμα που προοριζόταν για δική τους χρήση. Η αρχή της
εκπροσώπησης ήρθε να ρυθμίσει το πρόβλημα της λαϊκής κυριαρχίας. Επέτρεψε να
αφαιρεθούν οι εξουσίες από τον κυρίαρχο λαό χωρίς να υπερβούν την αδιαίρετη
φύση του. Έτσι περάσαμε από τη λαϊκή κυριαρχία στην κοινοβουλευτική κυριαρχία
και η εκλογική διαδικασία σήμανε την επιστροφή στην καθησυχαστική επιλογή
εκείνων που ο Τζον Άνταμς ονόμαζε «Οι Άριστοι και οι πιο σοφοί9».
Μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ πολλών, δύο βασικές παραλλαγές της
νεωτερικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Τη φιλελεύθερη και τη
ρεπουμπλικανική. Η φιλελεύθερη εκδοχή καταγόταν από την Αγγλία και έθετε ως
αρχή την υπεροχή της κοινωνίας. Το κράτος δεν μπορούσε να παίρνει πρωτοβουλίες
που να υπερβαίνουν τις περιορισμένες αρμοδιότητες που του έχουν παραχωρηθεί από
τους πολίτες. Η ρεπουμπλικανική εκδοχή υποστήριξε ότι οι πολίτες θα έπρεπε να
υποταχθούν στην ιδέα της «κοινής βούλησης». Το κράτος εμφανίζεται πια ως ένα
εκπαιδευτικό σχέδιο, ως προσηλυτισμός στη θρησκεία της αρετής του πολίτη10. Στη
ρεπουμπλικανική εκδοχή ο απωθημένος πλατωνικός πολιτικός επιστρέφει.
Πώς εξελίχθηκε η ιδιότητα του πολίτη στη φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική
δημοκρατία; Ο Μακφέρσον το 1977 διέκρινε τρία ιστορικά θεωρητικά μοντέλα
φιλελευθερισμού από ένα τέταρτο —ως ευχή μάλλον παρά ως ιστορικό προηγούμενο,
τη δημοκρατία της συμμετοχής. Ως πρώτο ιστορικό μοντέλο θεώρησε την
προστατευτική δημοκρατία με κύριους εκφραστές τους εκπρόσωπους του
ωφελιμιστικού φιλελευθερισμού τον Bentham και τον Jameς Mill. Στο μοντέλο αυτό
επιχείρημα ήταν η προστασία του κυβερνωμένου από την κρατική καταπίεση. Το
δεύτερο μοντέλο —με κύριο εκπρόσωπο τον John Stuart Mill— το ονομάζει
αναπτυξιακή δημοκρατία. Εδώ δίνεται μια νέα ηθική θεώρηση της δημοκρατίας ως
μέσου για την αυτό ανάπτυξη του ατόμου. Στο τρίτο μοντέλο —δημοκρατία της
Ισορροπίας, με κύριο εκπρόσωπο τον Joseph Schumpeter και το βιβλίο του
Καπιταλισμός. Σοσιαλισμός και Δημοκρατία— το ηθικό αίτημα εγκαταλείπεται. Οι
θεωρητικοί της ισορροπίας αντιπροτείνουν εδώ μια περιγραφή της δημοκρατίας ως
ανταγωνισμού μεταξύ ελίτ, χωρίς εκτεταμένη λαϊκή συμμετοχή. Η δημοκρατία δεν
αποτελεί σύνολο ηθικών σκοπών αλλά απλώς μηχανισμό επιλογής και εξουσιοδότησης
κυβερνήσεων που συνίσταται σε έναν ανταγωνισμό μεταξύ δύο ή περισσότερων
αυτοεπιλεγόμενων ομάδων πολιτικών ελίτ. Ο ρόλος των εκλογέων δεν είναι να
παίρνουν αποφάσεις αλλά να εκλέγουν τους ανθρώπους που θα αποφασίζουν11.
Το κλασικό πια έργο του βρετανού κοινωνιολόγου Thomas Humphrey
Marshall (1893-1981), Citizenship and social class (1950) βασίζεται στη
διάκριση μεταξύ αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων12. Για τον Μάρσαλ
η συμφιλίωση των αστικών, (18ος αιώνας) πολιτικών (19ος) και κοινωνικών
δικαιωμάτων (20ός) κατέληξε στο κράτος πρόνοιας ως απόρροια μιας εξελικτικής
διαδικασίας. Στην πλοκή της αφήγησης του Μάρσαλ, το επιστέγασμα των
δικαιωμάτων, δηλαδή τα κοινωνικά δικαιώματα ενέχουν χαρακτήρα ενισχυτικό μιας
αρχής ισότητας που οδηγεί στην άμεση αίσθηση συμμετοχής στην κοινότητα, τη
βασισμένη στην προσήλωση σε έναν κοινό πολιτισμό. Θεωρώντας ότι η ιδιότητα του
πολίτη είναι αποτέλεσμα μιας σταδιακής εξέλιξης ο Μάρσαλ μοιάζει να αγνοεί την
ασυνέχεια και τη διάσταση της πάλης των τάξεων στη διαμόρφωση της ιδιότητας του
πολίτη καθώς και τον ρόλο εξωτερικών παραγόντων π.χ.
του πολέμου. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι τα δικαιώματα ακολούθησαν μια
πολύπλοκη και αντιφατική ιστορική πορεία και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πια,
στην εποχή των μεταναστών το προφανές. Ο «γυμνός άνθρωπος, ο άνθρωπος που δεν
ανήκει σε μια συγκροτημένη εθνική κοινότητα, δεν έχει κανένα δικαίωμα13».
Η φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελεί ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό
μόρφωμα. Δημοκρατία με ελεύθερες εκλογές, καθολική, ισότιμη και μυστική
ψηφοφορία για άνδρες και γυναίκες, ελευθερίες του λόγου, της συνείδησης, του
συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι και της έκφρασης την απαγόρευση της φυλάκισης
χωρίς δίκη δεν υπήρχε σε κανένα μέρος της γης τον 19ο αιώνα, ενώ πριν από το
1914 επιβλήθηκε σε τέσσερις μόνο χώρες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στη Νέα Ζηλανδία
το 1893, στην Αυστραλία το 1903, στη Φιλανδία το 1906 και στη Νορβηγία το 1913
και ως ένα βαθμό στις ανδροκρατούμενες δημοκρατίες της Γαλλίας και της
Ελβετίας14.
Αρχικά η εγκαθίδρυση της σύγχρονης δημοκρατίας συνοδεύτηκε
από έναν δραστικό περιορισμό της ιδιότητας του πολίτη με τη μορφή της
τιμοκρατικής ψήφου. Εκλογείς θεωρούνταν μόνον εκείνοι οι πολίτες μιας χώρας που
κατέβαλλαν έναν ελάχιστο φόρο ή που ήταν ιδιοκτήτες. Στα 1885, μόνον το 56% των
βρετανών ενηλίκων ανδρών είχαν γίνει δεκτοί στο εκλογικό σύστημα. Για την
καθολική ψηφοφορία έπρεπε να περιμένουν έως το 1918. Το Γαλλικό Επαναστατικό
Σύνταγμα του 1791 διαχώρισε αρχικά τα τέσσερα εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες
«ενεργούς» πολίτες από τα δύο εκατομμύρια χωρίς περιουσία και ψήφο15. Φυσικά οι
γυναίκες αποκλείονταν από την ιδιότητα του πολίτη και όπως διαμαρτυρήθηκε η
Ολυμπία ντε Γκουζ, στο άρθρο 10 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων της γυναίκας και
της πολίτισσας: «Η γυναίκα που έχει τα δικαίωμα να ανέβει στο ικρίωμα πρέπει να
έχει εξίσου το δικαίωμα να ανέβει στο βήμα του κοινοβουλίου16».
Το 1791 επήλθε μια νέα μορφή αποκλεισμού, η ψήφος κατά εκλογικά
σώματα. Εν τέλει η καθολική ψηφοφορία συμπεριλήφθηκε στο Σύνταγμα της Γαλλικής
Δεύτερης Δημοκρατίας όμως αντί να λειτουργήσει ως δούρειος ίππος της μεγάλης
επαναστατικής πλημμυρίδας —όπως πίστευε ο Μαρξ— η καθολική ψηφοφορία
εμφανίστηκε ως το πιο αποτελεσματικό φράγμα κατά της επαναστατικής ανατροπής
απ’ ό,τι η στρατιωτική καταστολή. Στις προεδρικές εκλογές του 1848 και στη
συνέχεια οι βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 1849 εξασφάλισαν τη νίκη του
Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη17.
Συχνά ξεχνάμε ότι αρχιτέκτονας του κράτους πρόνοιας ήταν ο
Μπίσμαρκ που το επινόησε προκειμένου να εμποδίσει τις κινητοποιήσεις των
εργαζομένων. Μόλις τα έτη 1911-1913 άρχισε να διαμορφώνεται ένα υποτυπώδες
πρόγραμμα κοινωνικής προστασίας στη Γαλλία και Σουηδία (σύνταξη) και τη Μεγάλη
Βρετανία (ιατρική περίθαλψη). Και είναι μάλλον ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
που πιέζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία να στραφεί προς μια κατεύθυνση
ανακατανομής του πλούτου, αν θυμηθούμε την υπόσχεση της «αναφοράς Μπέβεριτζ» το
1942, στους Βρετανούς στρατιώτες —ένα κρατικό σύστημα δωρεάν ιατρικής περίθαλψης—
που πολύ αργότερα θα εμπνεύσει στον Μισέλ Φουκώ τη ρήση «Πηγαίνετε λοιπόν να
σφαχτείτε σας υποσχόμεθα μακρά κι ευχάριστη ζωή18».
Η «εκλογική κωμωδία» για έναν αιώνα περίπου εμφανιζόταν ως απάτη
που επέτρεπε τη συγκάλυψη των κοινωνικών ανισοτήτων. Οι αναρχικοί αντιμετώπιζαν
τη δημοκρατία με τον ίδιο σεβασμό που θα έδειχναν σε οποιαδήποτε δικτατορία. Οι
μαρξιστές είδαν στα δικαιώματα του πολίτη τη συγκάλυψη της πραγματικότητας του
ιδιοκτήτη, ο οποίος επιβάλλει τον νόμο του πλούτου, κάτω από το προσωπείο των
ίσων δικαιωμάτων19 αν και ο ίδιος ο Μαρξ είχε πιστέψει κάποτε ότι η καθιέρωση
της καθολικής ψηφοφορίας στη Μεγάλη Βρετανία μπορούσε να συντελέσει σε ένα
ειρηνικό πέρασμα προς τον σοσιαλισμό. Εν γένει ο φορμαλισμός των εκλογών
θεωρήθηκε από τους μαρξιστές ως αστικό τέχνασμα. Υπήρχαν φορές όπου οι εργάτες
ψηφοφόροι κινητοποιούνταν για την ενίσχυση των εργατικών κομμάτων και άλλες που
αρνούνταν να αναγνωρίσουν μια «εκλογική κωμωδία». Ήταν η μαρξιστική πειθαρχία
της γερμανικής και αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας που περιόρισαν ως έναν βαθμό
την περιφρόνηση προς την εκλογική διαδικασία20.
Ύστερη Δημοκρατία
Η αρχή της δεκαετία του 1990 χαιρετίστηκε ως ο θρίαμβος της δημοκρατίας και του
ατομικισμού. Βέβαια ήταν ο Τοκβίλ που προανήγγειλε την «προσεχή αναπότρεπτη και
καθολική επικράτηση της Δημοκρατίας στον κόσμο» και επισήμανε «τους κίνδυνους
της τυραννίας της πλειοψηφίας» την έλλειψη ανεκτικότητας, την αποθέωση της
μετριότητας, την έλλειψη ανοχής στην διαφοροποίηση, την παραγωγή μορφών
πολιτικής νωθρότητας. «Το πρώτο πράγμα που μου έλκει την προσοχή», έγραφε ο
Τοκβίλ, «είναι ένα αναρίθμητο πλήθος ανθρώπων, όλων ισότιμων και παρόμοιων,
διαρκώς αναζητούντων τις ποταπές και ευτελείς ηδονές. Καθένας από αυτούς,
ζώντας απομονωμένος είναι αδιάφορος για την μοίρα όλων των άλλων. Υπάρχει μόνο
στον εαυτό του και για τον εαυτό του. Πάνω από αυτό το είδος των ανθρώπων
βρίσκεται μια τεράστια και προστατευτική δύναμη απόλυτη, ακριβής, σταθερή,
προνοητική και ήπια. Προσιδιάζει προς την εξουσία ενός γονέα. Αλλά, επιδιώκει
να τους κρατήσει διαρκώς στην παιδική ηλικία. Είναι ικανοποιημένη που οι
άνθρωποι μπορούν να χαίρονται υπό τον όρο πως δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο
πέρα από την απόλαυση21».
Στα τέλη του περασμένου αιώνα συγγραφείς σαν τον Λιποβέτσκι
θεωρούσαν την προφητεία του Τοκβίλ πραγματοποιημένη. «Ποτέ», δήλωναν, «όσο
σήμερα η δημοκρατία δεν ήταν τόσο σίγουρη για την εγκυρότητα των πλουραλιστικών
θεσμών τόσο εναρμονισμένη με τα ήθη, με το προφίλ ενός ατόμου αλλεργικού στον
αυταρχισμό και τη βία, ανεκτικού και διψασμένου για συχνές αλλά όχι επικίνδυνες
αλλαγές». Ο ατομικισμός εμποδίστηκε μέχρι πρόσφατα από σκληρές ιδεολογικές
πανοπλίες, θεσμούς και ήθη παραδοσιακά ή πειθαρχικά- εξουσιαστικά. «Αυτό
ακριβώς το έσχατο σύνορο καταρρέει σήμερα με τρομερή ταχύτητα. Η διαδικασία
προσωποποίησης, που την ωθούν η επιτάχυνση των τεχνικών, το management, η
μαζική κατανάλωση, τα ΜΜΕ, ο ψυχολογισμός, φέρει στο αποκορύφωμά της τη
βασιλεία του ατόμου, ρίχνει τους τελευταίους φραγμούς22». Η μεταηθική κοινωνία,
για τον Λιποβέτσκι, «φέρνει την εποχή όπου το καθήκον είναι γλυκανάλατο και
αναιμικό, όπου η ηθική δεν απαιτεί πλέον την αφοσίωση σε κάποιον υπέρτατο
αυτοσκοπό όπου τα υποκειμενικά δικαιώματα υπερισχύουν των επιτακτικών
προσταγών, όπου τα ηθικά διδάγματα παρακάμπτονται από τα μηνύματα για καλύτερη
ζωή, τον ήλιο των διακοπών, την μεντιακή ψυχαγωγία23».
«Όμως στις αρχές του 21ου αιώνα αρκεί κανείς να απαριθμήσει», λέει
ο Jacques Rancière, «τους κανόνες οι οποίοι επιτρέπουν στο αντιπροσωπευτικό
σύστημα να ανακηρύσσεται δημοκρατικό για να προκαλέσει θυμηδία... Αυτό που
αποκαλούμε δημοκρατία είναι ένας τρόπος κυβερνητικής λειτουργίας ολωσδιόλου
αντίστροφος: αιώνιοι εκλεγμένοι που συσσωρεύουν αξιώματα, κυβερνήσεις που
φτιάχνουν οι ίδιες τους νόμους, υπουργοί ή συνεργάτες υπουργών που βολεύονται
σε δημόσιες επιχειρήσεις, κόμματα που χρηματοδοτούνται από απάτες24». Και ο
Colin Crouch, μας θυμίζει μερικά πολύ αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της σύγχρονης
«μετα-δημοκρατίας»· προεκλογικός αγώνας είναι ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα που ενορχηστρώνεται
από ειδικευμένους επαγγελματίες. Η πλειοψηφία των πολιτών κρατά μια απαθή
στάση. Η πολιτική διαμορφώνεται με συνδιαλλαγές ανάμεσα στις εκλεγμένες
κυβερνήσεις και τα κυρίαρχα συμφέροντα των επιχειρήσεων, οι πολιτικοί σύρονται
πίσω από τις δημοσκοπήσεις, η προσωποποίηση της εκλογικής διαμάχης τείνει να
υποκαταστήσει τον διάλογο, ασήμαντα γεγονότα της ιδιωτικής ζωής των πολιτικών
καθίστανται κεντρικά ζητήματα από τα ΜΜΕ. Το κενό που άφησε η πολυδιάσπαση της
εργατικής τάξης το κατέλαβαν οι εταιρίες, οι πολιτικοί σύμβουλοι και οι
επικοινωνιολόγοι, με το κράτος να εκχωρεί όλο και περισσότερες εξουσίες στα
επιχειρηματικά συμφέροντα. Η εκχώρηση όλο και μεγαλύτερων αρμοδιοτήτων του
δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό, έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του
κράτους πρόνοιας, την περιθωριοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, την
αύξηση των ανισοτήτων, τη μεταβίβαση φορολογικών βαρών στους ασθενέστερους25.
Η δυσφορία στις δημοκρατίες μας γίνεται όλο και πιο έντονη. Η
παγκόσμια κοινωνία γίνεται όλο και περισσότερο «Κοινωνία του ρίσκου», έννοια
που πρώτος εισήγαγε ο Urlich Beck, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Oι
συγκρούσεις για την κατανομή του πλούτου έχουν επικαλυφθεί από τις συγκρούσεις
για την κατανομή των κινδύνων, που προκαλούνται από την ανάπτυξη.
Σήμερα, καθώς μεγάλο μέρος της εξουσίας μεταβιβάζεται στο πολιτικά
ανεξέλεγκτο παγκόσμιο χώρο, η πολιτική δράση και ο ατομικός βίος οδηγούνται
στον κατακερματισμό, σε μια σειρά από βραχυπρόθεσμα προγράμματα και επεισόδια:
στον «πρωτεϊκό» άνθρωπο της νέας εποχής που αναπτύσσει πολλαπλούς
χαρακτήρες-ρόλους, που πορεύεται με θρύμματα μιας βραχύβιας συνείδησης πού
χρησιμοποιούνται γα την εκάστοτε επικοινωνία του με τους εικονικούς του
κόσμους26.
Για τον Καρλ Πόπερ, η δημοκρατία ως «ανοιχτή κοινωνία» ορίζεται ως
το αντίθετο της πλατωνικής ουτοπίας27 και ο Καστοριάδης επέμενε στην άρνηση
κάθε απόπειρας ορισμού της τέλειας κοινωνίας. «Πρέπει να αποσκοπούμε στην
εξεύρεση της πολιτείας που επιτρέπει κάθε φορά στην αυτοαλλοιούμενη
κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα, να δώσει στον εαυτό της τη νομοθεσία που της
αντιστοιχεί28».
Όμως στις μέρες μας η «ανοιχτή κοινωνία» αντί για την αυτοδιάθεση
μιας ελεύθερης κοινωνίας, όπως την φαντάστηκε ο Καρλ Πόπερ, φέρει στο νου των
ανθρώπων την εμπειρία ενός ευάλωτου πληθυσμού που κατακλύζεται από δυνάμεις που
δεν ελέγχει. Στις μετανεωτερικές κοινωνίες μας ο φόβος μεταλλάσσεται σε αγωνία.
Ο φόβος έχει ένα προσδιορισμένο αντικείμενο. Η αγωνία παραβλέπει το αντικείμενο
και διακρίνεται από τον φόβο, από το γεγονός ότι ο φόβος προκαλείται από τα
όντα του κόσμου, ενώ η αγωνία από το εγώ (Σαρτρ). Η αγωνία μεταλλάσσει και την
έννοια της ιδιότητας του πολίτη. Η ιδιότητα του πολίτη ενείχε στη νεωτερικότητα
μια συνδήλωση ενεργούς συμμετοχής στα κοινά. Η (μετα)νεωτερικότητα μετατοπίζει
το περιεχόμενο της έννοιας στον «υπεύθυνο πολίτη», ο οποίος συνεκτιμά «σενάρια»
και επιλέγει από την ποικιλία των πολιτικών «life-styles». Ο κίνδυνος για το
χειρότερο κλείνει και τον ορίζοντά του. Αυτός ο φοβικά υπεύθυνος, μελαγχολικός
πολίτης διαθέτει ακόμα τον «εχθρό» του που κινείται πια στον νεφελώδη χώρο της
«ανευθυνότητας» που περιέχει όσους δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο νέο, γεμάτο
κινδύνους κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον. Το άτομο γίνεται θεατής και
καταναλωτής. «Στην κοινωνία των καταναλωτών κανείς δεν μπορεί να γίνει
υποκείμενο χωρίς να μετατραπεί πρώτα σε εμπόρευμα και κανείς δεν μπορεί να
κρατήσει την υποκειμενικότητα του ασφαλή χωρίς να ανακινεί, να ανασταίνει και
να ανανεώνει τις ικανότητες που αναμένονται και απαιτούνται από ένα εμπόρευμα προς
πώληση29». Ταχύτητα, καινοτομία, ανία, απόρριψη γίνονται σήμερα το μαγικό
τετράπτυχο της κουλτούρας του καταναλωτισμού. Υπερβολή, ασωτία και εξωφρενική
σπατάλη, τα ψυχοφάρμακά της. «Στην κοινωνία της κατανάλωσης», γράφει ο Γιάννης
Σταυρακάκης, «το κύριο κοινωνικό καθήκον συνίσταται στην όλο και μεγαλύτερη
απόλαυση». Όμως «όπως το θέτει ο Λακάν στο σεμινάριο του Encore, “Δεν είναι
αυτό!” Αυτή είναι η ίδια η κραυγή μέσω της οποίας η απόλαυση (jouissance) που
λαμβάνουμε διαφοροποιείται από την απόλαυση που περιμέναμε». Η ικανοποίηση της
επιθυμίας αναβάλλεται από φαντασίωση σε φαντασίωση, από προϊόν σε προϊόν. Είναι
μάλιστα αυτή η «συνεχής, άπληστη και ακόρεστη μετάθεση που συνιστά την ουσία
του καταναλωτισμού30».
Η Δυσφορία στον Πολιτισμό στην εποχή του Φρόιντ προερχόταν από τις
επιταγές ενός σκληρού Υπερ-εγώ και τις απαγορεύσεις που αυτό έθετε. Η
μεταμοντέρνα δυσφορία, όμως, γεννιέται μάλλον από τoν ίλιγγο της καταναλωτικής
ελευθερίας. Όμως ο μετανεωτερικός «υπεύθυνος» καταναλωτής-πολίτης συνεχίζει να
αγνοεί τους «αόρατους», τους πρόσφυγες, που θεωρούνται σήμερα «περιττές»
υπάρξεις αλλά και την, κατά Μπάουμαν, «υποτάξη» (underclass)· μια αφιλόξενη
ομαδοποίηση για μεγάλες και ετερόκλητες κατηγορίες ανθρώπων όπου
στοιβάζονται εγκληματίες και ανύπαντρες μητέρες που ζουν από την κοινωνική
πρόνοια, νεαροί παραβάτες και τοξικομανείς, αποφυλακισθέντες και άστεγοι,
βαποράκια και επαίτες που το μόνο κοινό χαρακτηριστικό είναι η αποτυχία τους να
είναι καταναλωτές31.
Ο όρος λαϊκισμός αναφέρεται σε ρητορικές και ιδεολογίες στις
οποίες ο «λαός» λειτουργεί ως κομβικό σημείο32. Όμως ο σύγχρονος λαϊκισμός που
πλήττει τις δυτικές μεταδημοκρατίες μας έχει ελάχιστη σχέση με την
ιστορικοπολιτική έννοια του λαού. Πολύ περισσότερο σχετίζεται με ότι η Hannah
Arendt αποκαλούσε «υπόλειμμα όλων των τάξεων» όχλο (mob) διακρίνοντας σ’ αυτόν
χαρακτηριστικά «μαζάνθρωπου» και ενός ακραίου ατομικισμού33. Ο σύγχρονος
λαϊκισμός θυμίζει και τον αγροτικό λαϊκισμό των μεσοδυτικών και νότιων περιοχών
των ΗΠΑ όπου υπεύθυνοι για την τραγική κατάσταση των φτωχών αγροτών θεωρούνται
«η κυβέρνηση, οι τραπεζίτες, σιδηροδρομικές εταιρείες, η Καθολική Εκκλησία, οι
Εβραίοι κι οι Μαύροι34». Σήμερα, σε μια εποχή όλο και πιο απρόσωπου και
ακατανόητου για τους πολλούς κοινωνικού ανταγωνισμού οι εκπρόσωποι της Νέας
Ακροδεξιάς εμφανίζονται σαν να λένε: «η πραγματικότητα είναι απλή, επίτηδες την
κάνουν να φαίνεται περίπλοκη γιατί υπάρχει συνομωσία», σε μια επίδειξη δήθεν
ειλικρίνειας. Έτσι ο ακροδεξιός λόγος αποκτά ένα σχεδόν σαρκικό πλεονέκτημα. Ο
αποδιοπομπαίος τράγος, ο εχθρός, είναι εξαθλιωμένος, κακοντυμένος, μυρίζει
άσχημα, μας κλέβει τις δουλειές: αποκτά το πρόσωπο του μετανάστη.
Τηλελαϊκισμός και δημοκρατία
Το 1859 ο John Stuart Mill στο περίφημο δοκίμιό του On Liberty διατύπωσε τρία
επιχειρήματα υπέρ της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιδεών μέσω του
Τύπου: oι απόψεις που αποσιωπούνται από την κυβέρνηση ή την κοινωνία μπορεί να
αποδειχτούν σωστές. Ακόμα και αν μια άποψη αποδειχθεί λανθασμένη, συχνά
περιέχει ψήγματα αλήθειας και τέλος ακόμα και αν κάποια άποψη ταυτίζεται με την
αλήθεια, αν δεν αμφισβητηθεί σύντομα, θα μετατραπεί σε νεκρό δόγμα αντί για
ζώσα αλήθεια35. Ο Mill διατυπώνοντας τη θεωρία της ελευθερίας του τύπου δεν
μπορούσε να φανταστεί τους πολύπλοκους τρόπους με τους οποίους τα σύγχρονα μέσα
επικοινωνίας κατασκευάζουν την κοινωνική πραγματικότητα, περιορίζουν το εύρος
των νοημάτων και διαμορφώνουν καθημερινά το περιεχόμενο των σκέψεων, συζητήσεων
και πράξεων των ατόμων.
Στην τηλεδημοκρατία των ημερών μας η διαφήμιση μεταμορφώνει τις
εκπομπές σε υπηρέτες της. Τα τηλεοπτικά προγράμματα σχεδιάζονται για να
προβάλουν διαφημίσεις. Για να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού και να
υπάρξει χώρος για την επόμενη σειρά διαφημίσεων, οι απόψεις πρέπει να
αναπτύσσονται γρήγορα, τα πλάνα να είναι σύντομα και τα ηχητικά σήματα
συντομότερα. Οι αφηγήσεις περικόπτονται36. Κι έτσι προκύπτει και η αλλαγή του
τρόπου σκέψης. Το να σκέφτεσαι, σήμερα, ορθά σημαίνει να σκέφτεσαι με ισομέρεια
και ταχύτητα, να αφαιρείς το βάθος των πραγμάτων, να αρκείσαι σε μια γρήγορη
ανάγνωση των αναφορών και στοιχείων, να μην βουλιάζεις στην υποκειμενικότητα
του πάθους.
Στο 1984 του Όργουελ το Mintrue (Ministry of Τrue) διέθετε ειδικό
τμήμα για την «προλετροφή» που στη «Νέα ομιλία» της Ωκεανίας σήμαινε τα ηλίθια θεάματα
που προσέφερε το κράτος στις μάζες37. Σήμερα τα reality shows είναι ίσως η πιο
παραδειγματική έκφραση του σύγχρονου ατομικιστικού τηλελαϊκισμού. Δημιουργούν
την εντύπωση του νατουραλισμού καθώς παρατηρούμε τους άλλους όπως τους εαυτούς
μας. Το κοινότοπο βαφτίζεται «αυθεντικό». Τα realities δίνουν στους θεατές την
ψευδαίσθηση της λαϊκής εξουσίας, επιβάλλοντας καταδίκες για το ποιος θα
αποχωρήσει. Ως ενσάρκωση της κραυγαλέας ασημαντότητας, τα reality shows δίνουν
την ευκαιρία στο ανώνυμο «μοναχικό» πλήθος να αντικρίσει τηλεναρκισσιστικά την
ίδια του την κενότητα.
Για την ηθική της μεταδημοκρατίας
Ως ο τελευταίος κρίκος της μακραίωνης δημοκρατικής περιπέτειας θεωρήθηκε η μόδα
που με την επιλογή και τη συνεχή αλλαγή μας εκπαιδεύει στην ελευθερία. Όμως σ’
έναν κόσμο με τη μόδα ως αρχή, έχουμε περισσότερα κίνητρα αλλά και περισσότερη
βαρεμάρα, μεγαλύτερη χειραφέτηση αλλά και αντίστοιχα μεγαλύτερη σκλαβιά,
μεγαλύτερη εξατομίκευση αλλά και αποπροσωποποίηση.
Στις μελαγχολικές μεταδημοκρατίες, ο Δήμος διατήρησε τη δυνατότητα
επιλογής. Έχασε τη δύναμη και την ικανότητα της απόφασης. Διακρίνουμε μια μάρκα
ρούχων από μιαν άλλη, ένα τύπο ουίσκι από κάποιον άλλο, μια σεξουαλική στάση
από μιαν άλλη. Ψάχνουμε απελπισμένα για διαφορές. Αυτό που μετρά είναι η διάκριση,
όχι το περιεχόμενο, καθώς η ύπαρξη τέτοιων διαφορών μας κάνει να ελπίζουμε ότι
υπάρχουν ακόμη στον κόσμο ιδιότητες38.
«Μάταια συγκαλύπτουμε», μας λέει ο Ζίζεκ, «τον βαθιά ανορθολογικό
χαρακτήρα της αποκαλούμενης τυπικής δημοκρατίας». Μόνον η αποδοχή μια τέτοιας
διακινδύνευσης, το να παραδώσουμε τη μοίρα μας στην «ανορθολογική τυχαιότητα,
καθιστά δυνατή τη Δημοκρατία39». Και ο Γιάννης Σταυρακάκης μας προτείνει μια
νέα δημοκρατική ηθική, μια ηθική χωρίς ιδεώδη. Τη θέση του ιδεώδους
καταλαμβάνει η αναγνώριση της ανταγωνιστικής φύσης της καταστατικής διαίρεσης
στην καρδιά της κοινωνίας. O Σταυρακάκης προτείνει να στραφούμε στην ηθική της
ψυχανάλυσης ώστε να βρεθεί το έρεισμα για μια νέα ηθική της δημοκρατίας.
Αναφέρει ως παράδειγμα αυτής της ηθικής τη φροϋδική έννοια της μετουσίωσης
καθώς «η μετουσίωση δημιουργεί έναν δημόσιο χώρο». Το έργο τέχνης είναι
καταρχήν ατομικό συνδέεται με τη λίμπιντο του καλλιτέχνη. Αλλά απευθύνεται
επίσης στο κοινό. Παράγει ένα διαφορετικό είδος δεσμού μεταξύ μας, που συνδέει
το ατομικό και το κοινό· αναγνωρίζει την έλλειψη καθώς η ίδια η έλλειψη
λειτουργεί ως οργανωτική αρχή του δημόσιου, κοινού χώρου που παράγει η
μετουσίωση40.
Μπορούμε όμως να αντικρίσουμε κατάματα την έλλειψη; Είναι σαν να
αντικρίζαμε το ίδιο μας το Τραύμα. Στον μύθο, οποιοσδήποτε κοιτούσε την Μέδουσα
κατάματα μεταμορφωνόταν σε πέτρα. Mπορούμε να μην διακρίνουμε την προϊούσα
σήμερα εμπορευματοποίηση της Τέχνης; Τι άλλο είναι σήμερα ο δημόσιος χώρος που
παράγει υποτίθεται η Τέχνη παρά μιαν αισθητική Ουτοπία που συγκαλύπτει σε
δεύτερο βαθμό τον φετιχισμό του εμπορεύματος; Τι άλλο θαυμάζει σήμερα το κοινό
του καλλιτεχνικού έργου παρά τη μυστική ουσία του σύγχρονου καπιταλισμού δηλαδή
αυτή που παράγει πλεόνασμα, υπεραξία; Ο Zίζεκ μας θυμίζει το σοκολατένιο αυγό
Κίντερ-έκπληξη: όταν ξετυλίγεις το σοκολατένιο κέλυφος, βρίσκεις στο εσωτερικό
του ένα μικρό πλαστικό παιχνίδι. Το παιδί συχνά το ξετυλίγει νευρικά, χωρίς να
μπαίνει στον κόπο να φάει τη σοκολάτα, ενδιαφερόμενος μόνο για το παιχνίδι στο
εσωτερικό του. Έτσι το αυγό της Κίντερ μας παρέχει τη φόρμουλα για κάθε προϊόν
που υπόσχεται «περισσότερα». Γιατί «το εμπόρευμα είναι ένα συγκεκριμένο
αντικείμενο που ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη», αλλά ταυτόχρονα υπόσχεται
και «κάτι περισσότερο μια απύθμενη απόλαυση που ο αληθινός της τόπος είναι η
φαντασίωση»41.
«Τι μας υπόσχονται οι δημοκρατίες μας;», αναρωτιόταν ο Πασκάλ
Μπρυκνέρ. «Την ευτυχία, τον πλούτο, την προσωπική ολοκλήρωση. Με άλλα λόγια, το
αδύνατο. Γι’ αυτό και αποτελούν το κατ’ εξοχήν πολίτευμα των παραπόνων, της
διαμαρτυρίας του ατόμου για την τύχη του. Θα έπρεπε μάλιστα να ιδρύσουμε στις
χώρες μας ένα υπουργείο της Δυσαρέσκειας που θα έστελνε προς όλες τις
κατευθύνσεις Μεγάλους Παρηγορητές επιφορτισμένους να ακούν τα παράπονα μας και
ιδιαίτερα αυτό που λέει κατ’ ιδίαν ο καθένας μας με σιγανή φωνή: “Αξίζω
περισσότερα”42». Όμως σήμερα οι παγκοσμιοποιημένες δημοκρατίες μας σε συνθήκες
οικολογικής και οικονομικής κρίσης απειλούνται από ολοκληρωτικές αλλά και
παρτικουλαριστικές τάσεις που διαμορφώνουν έναν φαύλο κύκλο.43.
Τι θα απογίνει τώρα, στην εποχή της παγκόσμιας οικονομικής και
οικολογικής κρίσης, με τη διεκδίκηση του δικαιώματος της απόλαυσης
δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν ή νομίζουν ότι ζουν στην πλανητική
δημοκρατία;
Η δεκαετία του ’90, που φαινόταν να είναι η δεκαετία του θριάμβου
της φιλελεύθερης δημοκρατίας και σφραγίσθηκε με τη lingua franca της παγκόσμιας
ηθικής σκέψης, την «παγκόσμια κοσμική θρησκεία» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο
γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν αποκάλεσε τη Διακήρυξη το «μέτρο σύγκρισης
με το οποίο μετρούμε την ανθρώπινη πρόοδο» και η νομπελίστρια Ναντίν Γκόρντιμερ
την περιέγραψε ως «το ουσιαστικό ντοκουμέντο, τη Λυδία λίθο, το πιστεύω της
ανθρωπότητας44». Όμως όπως έγραφε (σχεδόν προφητικά) ήδη από το 1991 ο
Παναγιώτης Κονδύλης «Τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσαν να γίνουν υπόθεση
εκρηκτική αν, π.χ. κάτω από δύσκολες οικολογικές συνθήκες, εμπεριείχαν και το
δικαίωμα για αέρα και νερό45».
Η ανεκτικότητα, η πίστη στα δικαιώματα γίνεται σχεδόν
αβάσταχτη στις συνθήκες παγκοσμιοποιημένης ύστερης δημοκρατίας. Συχνά τα
άτομα, μπροστά στη διαρκή κατάσταση αμφιθυμίας και αγωνίας, βρίσκουν καταφύγιο
στην «κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας46»·
εγκαταλείπονται στη θαλπωρή ενός κόσμου αμυντικής αναδίπλωσης, στην
ψυχαναγκαστική παραγωγή και ταυτότητα: «η γειτονιά μου, η κοινότητά μου, η πόλη
μου, το σχολείο μου, το δέντρο μου, ο ποταμός μου, η παραλία μου, το εκκλησάκι
μου, το περιβάλλον μου47» μιας και το «να ζεις ως άτομο σε αυτόν τον
συγκεχυμένο κόσμο είναι ένας ατέλειωτος εφιάλτης48».
Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν τη Δημοκρατία αλλά και την Τραγωδία.
Στην Τραγωδία ο χορός αποκάλυπτε τη σκληρότητα της ύπαρξης. Όμως οι πολίτες
μπορούσαν να αντέξουν τη σκληρότητα αυτή μέσω της θέασης49. Ο σύγχρονος
μετανεωτερικός πολίτης της ύστερης δημοκρατίας «ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα
στις παντόφλες και στο οδόφραγμα50» και, ίσως, να νοσταλγεί την Εποχή των
Άκρων, όπως θα προτιμούσε κάποιος να ενθυμείται τη δημοκρατία ως τραγωδία παρά
την ατέρμονη επανάληψή της ως φάρσα ή να «τελειώσει ο κόσμος με μια έκρηξη παρά
με ένα άθλιο μικρό λυγμό».51
❏