Slavoj Zizek, ο κυνισμός ως μορφή ιδεολογίας (από το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας)
Στο
παρακάτω κείμενο ο Ζίζεκ κάνει κριτική στον "κυνισμό'' αναγνωρίζοντάς
τον σαν (οριακή) μορφή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Στη συνέντευξη που
έδωσε ο Ζ στην Εφημερίδα των Συντακτών, δηλώνει την υποστήριξή του στον
ΣΥΡΙΖΑ, εκφέροντας ακριβώς τον κυνικό Λόγο τον οποίο στο έργο του αποδομεί. (βλ. O Zizek για τον ΣΥΡΙΖΑ και το αληθινό Του μήνυμα).
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως ο Ζίζεκ, γνωρίζοντας τί εστί
''κυρίαρχη ιδεολογία'' και επιθυμία στο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο
σήμερα, χρησιμοποιεί τα όπλα του συστήματος (βλ. κυνισμός, ολοκληρωτικός
''πραγματισμός'' κ.α), ενάντια σε σκέψεις και πρακτικές που αναζητούν
την υπέρβαση του καπιταλιστικού ορίζοντα.
Ο κυνισμός ως μια μορφή ιδεολογίας (από το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, εκδόσεις Scripta, 2006).
σελ 64-68
Τον πλέον στοιχειώδη ορισμό της ιδεολογίας ενδεχομένως να τον προσφέρει η αρκετά γνωστή φράση από το Κεφάλαιο του Μάρξ: ''Sie wissen das nicht, aber sie tun es''-''Δεν το ξέρουν αυτό, μα το κάνουν''*. Η ίδια η έννοια της ιδεολογίας ενέχει ένα είδος βασικής, καταστατικής naïveté*: την παραγνώριση των ίδιων της των προυποθέσεων, των ίδιων των πραγματικών όρων της, μιαν απόσταση, μιαν απόκλιση ανάμεσα στην αποκαλούμενη κοινωνική πραγματικότητα και τη στρεβλή παράσταση που έχουμε γι'αυτήν, την ψευδή συνείδησή μας. Γι'αυτό μια τέτοια ''αφελής συνείδηση'' μπορεί να υποβληθεί στο ιδεολογικοκριτικό διάβημα, το οποίο αποσκοπεί να οδηγήσει την αφελή συνείδηση σε ένα σημείο όπου θα μπορέσει να αναγνωρίσει τους δικούς της πραγματικούς όρους, την κοινωνική πραγματικότητα την οποία διαστρεβλώνει, και, μέσω αυτής ακριβώς της πράξης, να αυτοδιαλυθεί. Στις πλέον εκλεπτυσμένες εκδοχές των κριτικών της ιδεολογίας-σ'αυτήν που ανέπτυξε η Σχολή της Φρανκφούρτης, παραδείγματος χάριν-το ζητούμενο δεν είναι απλώς να ιδωθούν τα πράγματα (η κοινωνική πραγματικότητα δηλαδή) όπως ''πραγματικά είναι'', να πετάξουμε τα διαστρεβλωτικά ματογυάλια της ιδεολογίας. Το βασικό είναι να δούμε πως η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να αναπαραχθεί δίχως τον αποκαλούμενο ιδεολογικό φενακισμό. Η μάσκα δεν κρύβει απλώς την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Η ιδεολογική διαστρέβλωση είναι εγγεγραμμένη στην ίδια την ουσία της.
Ανακαλύπτουμε τότε το παράδοξο ενός όντος το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί μόνο εφόσον παραγνωρίζεται και παραβλέπεται: τη στιγμή που το βλέπουμε ''όπως πραγματικά είναι'', το ον αυτό διαλύεται στο μηδέν ή, ακριβέστερα, μετατρέπεται σε μια πραγματικότητα άλλου είδους. Για τον λόγον αυτόν, οφείλουμε να αποφεύγουμε τις απλές μεταφορές του ξεμασκαρέματος ή του παραμερισμού των πέπλων που υποτίθεται ότι κρύβουν τη γυμνή πραγματικότητα. Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Λακάν, στο σεμινάριό του L'Ethique de la psychanalyse [H Ηθική της ψυχανάλυσης], αποστασιοποιείται από την απελευθερωτική χειρονομία που συνίσταται στο να πούμε τελικά ότι ''ο αυτοκράτορας είναι γυμνός''. Όπως το θέτει, ο αυτοκράτοας δεν είναι γυμνός παρά μόνο κάτω από τα ρούχα του, οπότε εάν υπάρχει μια ψυχαναλυτική χειρονομία ξεμασκαρέματος βρίσκεται εγγύτερα στο γνωστό αστείο του Αλφόνς Αλλαί, το οποίο αναφέρει: κάποιος δείχνει μια γυναίκα και αναφωνεί έντρομος, ''Κοιτάξτε την, τί ντροπή, κάτω από τα ρούχα της είναι εντελώς γυμνή!'' (Lacan, 1986, σ.231).
Όμως όλα τούτα είναι ήδη αρκετά γνωστά, αφού πρόκειται για την κλασική έννοια της ιδεολογίας ως ''ψευδούς συνείδησης'', ως παραγνώρισης της κοινωνικής πραγματικότητας που συνιστά μέρους της ίδιας της πραγματικότητας. Θα πρέπει ωστόσο να διερωτηθούμε αν η έννοια της ιδεολογίας ως αφελούς συνείδησης βρίσκει ακόμα εφαρμογή στον σημερινό κόσμο, αν διατηρεί τη λειτουργικότητά της. Στο βιβλίο του Kritik den zynischen Vernunft [Κριτική του κυνικού Λόγου], ένα μεγάλο best-seller στη Γερμανία (Sloterdijk, 1983), o Πέτερ Σλότερνταϊκ αναπτύσσει τη θέση ότι ο κυρίαρχος τρόπος λειτουργίας της ιδεολογίας είναι κυνικός, κάτι που καθιστά αδύνατο-ή, ακριβέστερα, μάταιο-το κλασικό ιδεολογικοκριτικό διάβημα. Το κυνικό υποκείμενο έχει σαφώς επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο ιδεολογικό προσωπείο και την κοινωνική πραγματικότητα, εξακολουθεί μολαταύτα να επιμένει στο προσωπείο. Συνεπώς, η φόρμουλα την οποία προτείνει ο Σλότερνταϊκ είναι: ''ξέρουν πολύ καλά τί κάνουν, κι όμως, το κάνουν''. Ο κυνικός Λόγος δεν είναι πλέον αφελής, αλλά ένα παράδοξο πεφωτισμένης ψευδούς συνείδησης: ξέρει κανείς πολύ καλά το ψεύδος, έχει πλήρη επίγνωση του επιμέρους συμφέροντος που κρύβεται πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, και εντούτοις δεν την αποποιείται.
Θα πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά την παραπάνω κυνική θέση από αυτό που ο Πέτερ Σλότερνταϊκ αποκαλεί Κυνισμό [Kynismus]*. Ο Κυνισμός αντιπροσωπεύει τη λαική, πληβειακή απόρριψη της επίσημης κουλτούρας μέσω της ειρωνίας και του σαρκασμού: η κλασική Κυνική στάση συνίσταται στο να αντιμετωπίζουμε τις δακρυβρεχτες φράσεις της κυρίαρχης επίσημης ιδεολογίας-την επίσημη, σοβαρή τονικότητά της-με την καθημερινή κοινοτοπία και να τις γελοιοποιούμε, εκθέτοντας έτσι τα εγωιστικά συμφέροντα, τη βία, τις βάρβαρες αξιώσεις για εξουσία που βρίσκονται πίσω από την υψηλή noblesse* της ιδεολογίας. Η διαδικασία αυτή, ως εκ τούτου, είναι μάλλον πραγματολογική παρά επιχειρηματολογική: ανατρέπει την επίσημη πρόταση φέρνοντάς την αντιμέτωπη με την κατάσταση εκφοράς της. Προχωρά ad hominem (παραδείγματος χάριν, όταν ένας πολιτικός κηρύττει το καθήκον της πατριωτικής θυσίας, ο Κυνισμός εκθέτει το προσωπικό κέρδος που αποκομίζει από τη θυσία των άλλων).
Ο κυνισμός αποτελεί την απάντηση της κυρίαρχης κουλτούρας σ'αυτή την Κυνική ανατροπή: αναγνωρίζει και λαμβάνει υπόψη του το επιμέρους συμφέρον πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, την απόσταση ανάμεσα στην ιδεολογική μάσκα και την πραγματικότητα, εξακολουθεί όμως να βρίσει λόγους για να κρατήσειτη μάσκα. Ο κυνισμός αυτός δεν είναι μια άμεσα ανήθικη θέση, είναι μάλλον η ηθικότητα στην υπηρεσία της ανηθικότητας-το μοντέλο της κυνικής σοφιας είναι να συλλαμβάνει την εντιμότητα, την ακεραιότητα, ως την υψηλότερη μορφή ατιμίας και την ηθική ως την υψηλότερη μορφή ακολασίας ή την αλήθεια ως την αποτελεσματικότερη μορφή ψεύδους. Πρόκειται ως εκ τούτου για ένα είδος ανεστραμμένης ''άρνησης της άρνησης'' της επίσημης ιδεολογίας: αντιμετώπη με τον παράνομο πλουτισμό ή με την ληστεία, η κυνική αντίδραση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι ο νόμιμος πλουτισμός είναι μακράν αποτελεσματικότερος ενώ, επιπλέον, προστατεύεται από το νόμο. Όπως το θέτει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην Όπερα της πεντάρας: ''Τί είναι η ληστεία μιας τράπεζας σε σύγκριση με την ίδρυση μιας τράπεζας;''
Είναι συνεπώς προφανώς ότι, αντιμέτωπη με έναν τέτοιο κυνικό Λόγο, η παραδοσιακή κριτική της ιδεολογίας έχει χάσει την αποτελεσματικότητά της. Δεν μπορούμε πλέον να υποβάλουμε το ιδεολογικό κείμενο στη ''συμπτωματολογική ανάγνωση'', αντιπαραθέτοντάς το με τα τυφλά σημεία του, με ό,τι οφείλει να απωθήσει προκειμένου να οργανωθεί, να διατηρήσει τη συνοχή του-ο κυνικός Λόγος λαμβάνει εκ των προτέρων υπόψη του την απόσταση αυτή. Μήπως τότε δεν μας απομένει άλλη διέξοδος εκτός από το να βεβαιώσουμε ότι, με την επικράτηση του κυνικού Λόγου, βρισκόμαστε στον αποκαλούμενο μεταιδεολογικό κόσμο; Ακόμα και ο Αντόρνο κατέληξη σε τούτο το συμπέρασμα, εκκινώντας από την προκείμενη ότι ιδεολογία, αυστηρά εννοούμενη, αποτελεί μόνον ένα σύστημα το οποίο έχει αξιώσεις αληθείας-δηλαδή το οποίο δεν είναι απλώς ψέμα αλλα ένα ψέμα που βιώνεται ως αλήθεια, ένα ψέμα που αξιώνει να το πάρον στα σοβαρά. Η ολοκληρωτική ιδεολογία δεν έχει πλέον τέτοιες απαιτήσεις. Δεν αποβλέπει, ακόμα και για τους δημιουργούς της, στο να την πάρουμε στα σοβαρά-έχει απλώς το καθεστώς ενός μέσου χειραγώγησης, καθαρά εξωτερικού και εργαλειακού. Την κυριαρχία της δεν την διασφαλίζει η αξία αληθείας της αλλά η απλή εξωιδεολογική βία και η υπόσχεση οφέλους.
Εδώ, ακριβώς στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εισαχθεί η διάκριση μεταξύ συμπτώματος και φαντασίωσης, προκειμένου να δειχθεί πόσο εσπευσμένο είναι το συμπέρασμα ότι ζούμε σε μια μεταιδεολογική κοινωνία: ο κυνικός Λόγος με όλη την ειρωνική αποστασιοποίησή του, αφήνει ανέγγιχτο το θεμελιώδες επίπεδο της ιδεολογικής φαντασίωσης, το επίπεδο όπου η ιδεολογία δομεί την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα.
σελ 72 και επ.
[...] η αυταπάτη (σ.σ ο Ζίζεκ αναφέρεται στην περίπτωση της ''ιδεολογικής φαντασίωσης'' συγκεκριμένα-το παράδειγμά του είναι η αντιμετώπιση του εμπορεύματος και του χρήματος σαν κάτι που έχει μεταφυσικές ιδιότητες, αφού όλοι ''ξέρουν'' ότι εκφράζουν απλά κοινωνικές σχέσεις, όλοι το παραγνωρίζουν κατά τις συναλλαγές και αυτό ο Μάρξ το αποκαλεί θρησκεία των εμπορευμάτων) δεν έγκειται στην πλευρά της γνώσης, αλλά ήδη στην πλευρά της ίδιας της πραγματικότητας, σε ό,τι κάνουν οι άνθρωποι. Εκείνο που δεν ξέρουν είναι ότι την ίδια την κοινωνική τους πραγματικότητα, τη δραστηριότητά τους, την καθοδηγεί μια αυταπάτη, μια φετιχιστική αναστροφή. Εκείνο που παραβλέπουν, εκείνο που παραγνωρίζουν, δεν είναι η πραγματικότητα αλλά η αυταπάτη η οποία δομεί την πραγματικότητά τους, την πραγματική κοινωνική τους δραστηριότητα. Ξέρουν πολύ καλά πώς είναι πραγματικά τα πράγματα, αλλά εξακολουθούν «να το κάνουν» ως εάν να μην ήξεραν. Πρόκειται συνεπώς για διπλή αυταπάτη, η οποία συνίσταται στην παράβλεψη της αυταπάτηςπου δομεί την πραγματική, ενεργό σχέση μας με την πραγματικότητα.Αυτή την ασυνείδητη αυταπάτη που παραβλέπεταιθα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε ιδεολογική φαντασίωση.Αν μείνουμε στην κλασική έννοια της ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία η αυταπάτη εντοπίζεται στη γνώση, τότε η σημερινήκοινωνία θα πρέπει να εμφανίζεται ως μεταϊδεολογική: δεσπόζει η ιδεολογία του κυνισμού. Oι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον στην ιδεολογική αλήθεια, δεν παίρνουν στα σοβαρά τις ιδεολογικές προτάσεις. Το θεμελιώδες επίπεδο της ιδεολογίας, εντούτοις,δεν είναι εκείνο μιας αυταπάτης που συγκαλύπτει την πραγματική κατάσταση πραγμάτων αλλά εκείνο μιας (ασυνείδητης) φαντασίωσης που δομεί την ίδια την κοινωνική μας πραγματικότητα. Και στο επίπεδο αυτό, πόρρω απέχουμε απότη μεταϊδεολογική κοινωνία. Η κυνική απόσταση είναι απλώς ένας από τους πολλούς τρόπους να εθελοτυφλούμε απέναντιστη δύναμη δόμησης που διαθέτει η ιδεολογική φαντασίωση: ακόμα κι αν δεν παίρνουμε τα πράγματα στα σοβαρά, ακόμα κιαν κρατάμε μιαν ειρωνική απόσταση, εξακολουθούμε να τα κάνουμε.Από τη σκοπιά αυτή, μπορούμε να εξηγήσουμε και τη φόρμουλατου κυνικού Λόγου την οποία προτείνει ο Σλότερνταϊκ:«ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, κι όμως, το κάνουν».
Εάν η αυταπάτη βρισκόταν από την πλευρά της γνώσης, τότε η κυνική θέση όντως θα ήταν μια θέση μεταϊδεολογική, δίχως αυταπάτες:«ξέρουν τι κάνουν, και το κάνουν». Αν όμως η αυταπάτη βρίσκεται στην ίδια την πραγματικότητα της δραστηριότητας,τότε αυτή η φόρμουλα μπορεί να διαβαστεί με έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο: «ξέρουν ότι, στη δραστηριότητά τους, ακολουθούν μιαν αυταπάτη, αλλά εντούτοις το κάνουν». Για παράδειγμα,ξέρουν ότι η ιδέα τους περί Ελευθερίας συγκαλύπτει μιαν επιμέρους μορφή εκμετάλλευσης, συνεχίζουν όμως να υπηρετούν αυτή την ιδέα της Ελευθερίας''.
*Ότι ''εξισώνοντας στην ανταλλαγή το ένα με το άλλο τα διαφορετικά προιόντα τους σαν αξίες, εξισώνουν μεταξύ τους τις διάφορες εργασίας τους σαν ανθρώπινη εργασία", ελλ. μτφρ. σ.87. (Σ.τ.μ).
* αφέλειας
*Στο βιβλίο του Kritik den zynischen Vernunft, ο Σλότερνταϊκ διακρίνει τον κυνισμό [Zynismus] το οποίο χαρακτηρίζει ως ''πεφωτισμένη ψευδή συνείδηση'' από τον Κυνισμό [Kynismus] το οποίο προτείνει, παραπέμποντας στον αρχαιοελληνικό κυνισμό (Σ.τ.μ).
*ευγένεια.
Ο Λύκος της Wall Street (αγγλικά: The Wolf of Wall Street) είναι αμερικανική βιογραφική κωμωδία εγκλήματος παραγωγής 2013, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε. Το σενάριο έγραψε ο Τέρενς Γουίντερ και είναι βασισμένο στα απομνημονεύματα του Τζόρνταν Μπέλφορτ.[1] Πρωταγωνιστεί ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο στην πέμπτη συνεργασία του με τον Σκορσέζε. Υποδύεται τον Μπέλφορτ, ένα χρηματιστή της Νέας Υόρκης,
ο οποίος διευθύνει την επιχείρηση Στράτον Όκμοντ που δραστηριοποιείται
στον τομέα της απάτης ασφαλειών και της διαφθοράς στη Γουόλ Στριτ τη
δεκαετία του '90. Στην ταινία συμμετέχουν επίσης οι Τζόνα Χιλ και Μάθιου Μακόναχι.
Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στις 25 Δεκεμβρίου 2013 και απέσπασε κυρίως θετικά σχόλια από τους κριτικούς.[2] Βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα Α' Ανδρικού Ρόλου - Κωμωδία/Μιούζικαλ για την ερμηνεία του Ντι Κάπριο[3] και έλαβε πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσά τους και για Καλύτερη Ταινία.[4]
Ο κυνισμός ως μια μορφή ιδεολογίας (από το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, εκδόσεις Scripta, 2006).
σελ 64-68
Τον πλέον στοιχειώδη ορισμό της ιδεολογίας ενδεχομένως να τον προσφέρει η αρκετά γνωστή φράση από το Κεφάλαιο του Μάρξ: ''Sie wissen das nicht, aber sie tun es''-''Δεν το ξέρουν αυτό, μα το κάνουν''*. Η ίδια η έννοια της ιδεολογίας ενέχει ένα είδος βασικής, καταστατικής naïveté*: την παραγνώριση των ίδιων της των προυποθέσεων, των ίδιων των πραγματικών όρων της, μιαν απόσταση, μιαν απόκλιση ανάμεσα στην αποκαλούμενη κοινωνική πραγματικότητα και τη στρεβλή παράσταση που έχουμε γι'αυτήν, την ψευδή συνείδησή μας. Γι'αυτό μια τέτοια ''αφελής συνείδηση'' μπορεί να υποβληθεί στο ιδεολογικοκριτικό διάβημα, το οποίο αποσκοπεί να οδηγήσει την αφελή συνείδηση σε ένα σημείο όπου θα μπορέσει να αναγνωρίσει τους δικούς της πραγματικούς όρους, την κοινωνική πραγματικότητα την οποία διαστρεβλώνει, και, μέσω αυτής ακριβώς της πράξης, να αυτοδιαλυθεί. Στις πλέον εκλεπτυσμένες εκδοχές των κριτικών της ιδεολογίας-σ'αυτήν που ανέπτυξε η Σχολή της Φρανκφούρτης, παραδείγματος χάριν-το ζητούμενο δεν είναι απλώς να ιδωθούν τα πράγματα (η κοινωνική πραγματικότητα δηλαδή) όπως ''πραγματικά είναι'', να πετάξουμε τα διαστρεβλωτικά ματογυάλια της ιδεολογίας. Το βασικό είναι να δούμε πως η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να αναπαραχθεί δίχως τον αποκαλούμενο ιδεολογικό φενακισμό. Η μάσκα δεν κρύβει απλώς την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Η ιδεολογική διαστρέβλωση είναι εγγεγραμμένη στην ίδια την ουσία της.
Ανακαλύπτουμε τότε το παράδοξο ενός όντος το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί μόνο εφόσον παραγνωρίζεται και παραβλέπεται: τη στιγμή που το βλέπουμε ''όπως πραγματικά είναι'', το ον αυτό διαλύεται στο μηδέν ή, ακριβέστερα, μετατρέπεται σε μια πραγματικότητα άλλου είδους. Για τον λόγον αυτόν, οφείλουμε να αποφεύγουμε τις απλές μεταφορές του ξεμασκαρέματος ή του παραμερισμού των πέπλων που υποτίθεται ότι κρύβουν τη γυμνή πραγματικότητα. Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Λακάν, στο σεμινάριό του L'Ethique de la psychanalyse [H Ηθική της ψυχανάλυσης], αποστασιοποιείται από την απελευθερωτική χειρονομία που συνίσταται στο να πούμε τελικά ότι ''ο αυτοκράτορας είναι γυμνός''. Όπως το θέτει, ο αυτοκράτοας δεν είναι γυμνός παρά μόνο κάτω από τα ρούχα του, οπότε εάν υπάρχει μια ψυχαναλυτική χειρονομία ξεμασκαρέματος βρίσκεται εγγύτερα στο γνωστό αστείο του Αλφόνς Αλλαί, το οποίο αναφέρει: κάποιος δείχνει μια γυναίκα και αναφωνεί έντρομος, ''Κοιτάξτε την, τί ντροπή, κάτω από τα ρούχα της είναι εντελώς γυμνή!'' (Lacan, 1986, σ.231).
Όμως όλα τούτα είναι ήδη αρκετά γνωστά, αφού πρόκειται για την κλασική έννοια της ιδεολογίας ως ''ψευδούς συνείδησης'', ως παραγνώρισης της κοινωνικής πραγματικότητας που συνιστά μέρους της ίδιας της πραγματικότητας. Θα πρέπει ωστόσο να διερωτηθούμε αν η έννοια της ιδεολογίας ως αφελούς συνείδησης βρίσκει ακόμα εφαρμογή στον σημερινό κόσμο, αν διατηρεί τη λειτουργικότητά της. Στο βιβλίο του Kritik den zynischen Vernunft [Κριτική του κυνικού Λόγου], ένα μεγάλο best-seller στη Γερμανία (Sloterdijk, 1983), o Πέτερ Σλότερνταϊκ αναπτύσσει τη θέση ότι ο κυρίαρχος τρόπος λειτουργίας της ιδεολογίας είναι κυνικός, κάτι που καθιστά αδύνατο-ή, ακριβέστερα, μάταιο-το κλασικό ιδεολογικοκριτικό διάβημα. Το κυνικό υποκείμενο έχει σαφώς επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο ιδεολογικό προσωπείο και την κοινωνική πραγματικότητα, εξακολουθεί μολαταύτα να επιμένει στο προσωπείο. Συνεπώς, η φόρμουλα την οποία προτείνει ο Σλότερνταϊκ είναι: ''ξέρουν πολύ καλά τί κάνουν, κι όμως, το κάνουν''. Ο κυνικός Λόγος δεν είναι πλέον αφελής, αλλά ένα παράδοξο πεφωτισμένης ψευδούς συνείδησης: ξέρει κανείς πολύ καλά το ψεύδος, έχει πλήρη επίγνωση του επιμέρους συμφέροντος που κρύβεται πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, και εντούτοις δεν την αποποιείται.
Θα πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά την παραπάνω κυνική θέση από αυτό που ο Πέτερ Σλότερνταϊκ αποκαλεί Κυνισμό [Kynismus]*. Ο Κυνισμός αντιπροσωπεύει τη λαική, πληβειακή απόρριψη της επίσημης κουλτούρας μέσω της ειρωνίας και του σαρκασμού: η κλασική Κυνική στάση συνίσταται στο να αντιμετωπίζουμε τις δακρυβρεχτες φράσεις της κυρίαρχης επίσημης ιδεολογίας-την επίσημη, σοβαρή τονικότητά της-με την καθημερινή κοινοτοπία και να τις γελοιοποιούμε, εκθέτοντας έτσι τα εγωιστικά συμφέροντα, τη βία, τις βάρβαρες αξιώσεις για εξουσία που βρίσκονται πίσω από την υψηλή noblesse* της ιδεολογίας. Η διαδικασία αυτή, ως εκ τούτου, είναι μάλλον πραγματολογική παρά επιχειρηματολογική: ανατρέπει την επίσημη πρόταση φέρνοντάς την αντιμέτωπη με την κατάσταση εκφοράς της. Προχωρά ad hominem (παραδείγματος χάριν, όταν ένας πολιτικός κηρύττει το καθήκον της πατριωτικής θυσίας, ο Κυνισμός εκθέτει το προσωπικό κέρδος που αποκομίζει από τη θυσία των άλλων).
Ο κυνισμός αποτελεί την απάντηση της κυρίαρχης κουλτούρας σ'αυτή την Κυνική ανατροπή: αναγνωρίζει και λαμβάνει υπόψη του το επιμέρους συμφέρον πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, την απόσταση ανάμεσα στην ιδεολογική μάσκα και την πραγματικότητα, εξακολουθεί όμως να βρίσει λόγους για να κρατήσειτη μάσκα. Ο κυνισμός αυτός δεν είναι μια άμεσα ανήθικη θέση, είναι μάλλον η ηθικότητα στην υπηρεσία της ανηθικότητας-το μοντέλο της κυνικής σοφιας είναι να συλλαμβάνει την εντιμότητα, την ακεραιότητα, ως την υψηλότερη μορφή ατιμίας και την ηθική ως την υψηλότερη μορφή ακολασίας ή την αλήθεια ως την αποτελεσματικότερη μορφή ψεύδους. Πρόκειται ως εκ τούτου για ένα είδος ανεστραμμένης ''άρνησης της άρνησης'' της επίσημης ιδεολογίας: αντιμετώπη με τον παράνομο πλουτισμό ή με την ληστεία, η κυνική αντίδραση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι ο νόμιμος πλουτισμός είναι μακράν αποτελεσματικότερος ενώ, επιπλέον, προστατεύεται από το νόμο. Όπως το θέτει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην Όπερα της πεντάρας: ''Τί είναι η ληστεία μιας τράπεζας σε σύγκριση με την ίδρυση μιας τράπεζας;''
Είναι συνεπώς προφανώς ότι, αντιμέτωπη με έναν τέτοιο κυνικό Λόγο, η παραδοσιακή κριτική της ιδεολογίας έχει χάσει την αποτελεσματικότητά της. Δεν μπορούμε πλέον να υποβάλουμε το ιδεολογικό κείμενο στη ''συμπτωματολογική ανάγνωση'', αντιπαραθέτοντάς το με τα τυφλά σημεία του, με ό,τι οφείλει να απωθήσει προκειμένου να οργανωθεί, να διατηρήσει τη συνοχή του-ο κυνικός Λόγος λαμβάνει εκ των προτέρων υπόψη του την απόσταση αυτή. Μήπως τότε δεν μας απομένει άλλη διέξοδος εκτός από το να βεβαιώσουμε ότι, με την επικράτηση του κυνικού Λόγου, βρισκόμαστε στον αποκαλούμενο μεταιδεολογικό κόσμο; Ακόμα και ο Αντόρνο κατέληξη σε τούτο το συμπέρασμα, εκκινώντας από την προκείμενη ότι ιδεολογία, αυστηρά εννοούμενη, αποτελεί μόνον ένα σύστημα το οποίο έχει αξιώσεις αληθείας-δηλαδή το οποίο δεν είναι απλώς ψέμα αλλα ένα ψέμα που βιώνεται ως αλήθεια, ένα ψέμα που αξιώνει να το πάρον στα σοβαρά. Η ολοκληρωτική ιδεολογία δεν έχει πλέον τέτοιες απαιτήσεις. Δεν αποβλέπει, ακόμα και για τους δημιουργούς της, στο να την πάρουμε στα σοβαρά-έχει απλώς το καθεστώς ενός μέσου χειραγώγησης, καθαρά εξωτερικού και εργαλειακού. Την κυριαρχία της δεν την διασφαλίζει η αξία αληθείας της αλλά η απλή εξωιδεολογική βία και η υπόσχεση οφέλους.
Εδώ, ακριβώς στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εισαχθεί η διάκριση μεταξύ συμπτώματος και φαντασίωσης, προκειμένου να δειχθεί πόσο εσπευσμένο είναι το συμπέρασμα ότι ζούμε σε μια μεταιδεολογική κοινωνία: ο κυνικός Λόγος με όλη την ειρωνική αποστασιοποίησή του, αφήνει ανέγγιχτο το θεμελιώδες επίπεδο της ιδεολογικής φαντασίωσης, το επίπεδο όπου η ιδεολογία δομεί την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα.
σελ 72 και επ.
[...] η αυταπάτη (σ.σ ο Ζίζεκ αναφέρεται στην περίπτωση της ''ιδεολογικής φαντασίωσης'' συγκεκριμένα-το παράδειγμά του είναι η αντιμετώπιση του εμπορεύματος και του χρήματος σαν κάτι που έχει μεταφυσικές ιδιότητες, αφού όλοι ''ξέρουν'' ότι εκφράζουν απλά κοινωνικές σχέσεις, όλοι το παραγνωρίζουν κατά τις συναλλαγές και αυτό ο Μάρξ το αποκαλεί θρησκεία των εμπορευμάτων) δεν έγκειται στην πλευρά της γνώσης, αλλά ήδη στην πλευρά της ίδιας της πραγματικότητας, σε ό,τι κάνουν οι άνθρωποι. Εκείνο που δεν ξέρουν είναι ότι την ίδια την κοινωνική τους πραγματικότητα, τη δραστηριότητά τους, την καθοδηγεί μια αυταπάτη, μια φετιχιστική αναστροφή. Εκείνο που παραβλέπουν, εκείνο που παραγνωρίζουν, δεν είναι η πραγματικότητα αλλά η αυταπάτη η οποία δομεί την πραγματικότητά τους, την πραγματική κοινωνική τους δραστηριότητα. Ξέρουν πολύ καλά πώς είναι πραγματικά τα πράγματα, αλλά εξακολουθούν «να το κάνουν» ως εάν να μην ήξεραν. Πρόκειται συνεπώς για διπλή αυταπάτη, η οποία συνίσταται στην παράβλεψη της αυταπάτηςπου δομεί την πραγματική, ενεργό σχέση μας με την πραγματικότητα.Αυτή την ασυνείδητη αυταπάτη που παραβλέπεταιθα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε ιδεολογική φαντασίωση.Αν μείνουμε στην κλασική έννοια της ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία η αυταπάτη εντοπίζεται στη γνώση, τότε η σημερινήκοινωνία θα πρέπει να εμφανίζεται ως μεταϊδεολογική: δεσπόζει η ιδεολογία του κυνισμού. Oι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον στην ιδεολογική αλήθεια, δεν παίρνουν στα σοβαρά τις ιδεολογικές προτάσεις. Το θεμελιώδες επίπεδο της ιδεολογίας, εντούτοις,δεν είναι εκείνο μιας αυταπάτης που συγκαλύπτει την πραγματική κατάσταση πραγμάτων αλλά εκείνο μιας (ασυνείδητης) φαντασίωσης που δομεί την ίδια την κοινωνική μας πραγματικότητα. Και στο επίπεδο αυτό, πόρρω απέχουμε απότη μεταϊδεολογική κοινωνία. Η κυνική απόσταση είναι απλώς ένας από τους πολλούς τρόπους να εθελοτυφλούμε απέναντιστη δύναμη δόμησης που διαθέτει η ιδεολογική φαντασίωση: ακόμα κι αν δεν παίρνουμε τα πράγματα στα σοβαρά, ακόμα κιαν κρατάμε μιαν ειρωνική απόσταση, εξακολουθούμε να τα κάνουμε.Από τη σκοπιά αυτή, μπορούμε να εξηγήσουμε και τη φόρμουλατου κυνικού Λόγου την οποία προτείνει ο Σλότερνταϊκ:«ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, κι όμως, το κάνουν».
Εάν η αυταπάτη βρισκόταν από την πλευρά της γνώσης, τότε η κυνική θέση όντως θα ήταν μια θέση μεταϊδεολογική, δίχως αυταπάτες:«ξέρουν τι κάνουν, και το κάνουν». Αν όμως η αυταπάτη βρίσκεται στην ίδια την πραγματικότητα της δραστηριότητας,τότε αυτή η φόρμουλα μπορεί να διαβαστεί με έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο: «ξέρουν ότι, στη δραστηριότητά τους, ακολουθούν μιαν αυταπάτη, αλλά εντούτοις το κάνουν». Για παράδειγμα,ξέρουν ότι η ιδέα τους περί Ελευθερίας συγκαλύπτει μιαν επιμέρους μορφή εκμετάλλευσης, συνεχίζουν όμως να υπηρετούν αυτή την ιδέα της Ελευθερίας''.
*Ότι ''εξισώνοντας στην ανταλλαγή το ένα με το άλλο τα διαφορετικά προιόντα τους σαν αξίες, εξισώνουν μεταξύ τους τις διάφορες εργασίας τους σαν ανθρώπινη εργασία", ελλ. μτφρ. σ.87. (Σ.τ.μ).
* αφέλειας
*Στο βιβλίο του Kritik den zynischen Vernunft, ο Σλότερνταϊκ διακρίνει τον κυνισμό [Zynismus] το οποίο χαρακτηρίζει ως ''πεφωτισμένη ψευδή συνείδηση'' από τον Κυνισμό [Kynismus] το οποίο προτείνει, παραπέμποντας στον αρχαιοελληνικό κυνισμό (Σ.τ.μ).
*ευγένεια.
Ο Λύκος της Wall Street
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σκηνοθεσία | Μάρτιν Σκορσέζε |
---|---|
Παραγωγή | Paramount Pictures Universal Pictures |
Σενάριο | Τέρενς Γουίντερ (σενάριο) Τζόρνταν Μπέλφορτ (βιβλίο) |
Πρωταγωνιστές | Λεονάρντο Ντι Κάπριο Τζόνα Χιλ Μάθιου Μακόναχι |
Πρώτη προβολή | 25 Δεκεμβρίου 2013 25 Δεκεμβρίου 2013 |
Διάρκεια | 180 λεπτά |
Γλώσσα | αγγλικά |
Σελίδα IMDb | |
Σελίδα Cine.gr |
Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στις 25 Δεκεμβρίου 2013 και απέσπασε κυρίως θετικά σχόλια από τους κριτικούς.[2] Βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα Α' Ανδρικού Ρόλου - Κωμωδία/Μιούζικαλ για την ερμηνεία του Ντι Κάπριο[3] και έλαβε πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσά τους και για Καλύτερη Ταινία.[4]
Πίνακας περιεχομένων
Πλοκή
Η ταινία αφηγείται την ιστορία του χρηματιστή Τζόρνταν Μπέλφορτ. Από το αμερικανικό όνειρο στην εταιρική απληστία, ο Μπέλφορτ πηγαίνει από τις μετοχές και τη δικαιοσύνη σε δημόσιες εγγραφές και μια ζωή διαφθοράς στα τέλη της δεκααετίας του '80. Η περίσσεια επιτυχία και ευημερία στα είκοσί του ως ιδρυτής της χρηματστηριακής εταιρίας Στράτον Όκμοντ δικαιολογημένα του έδωσε τον τίτλο "Ο Λύκος της Wall Street". Χρήματα, δύναμη, γυναίκες, ναρκωτικά. Οι πειρασμοί ήταν αμέτρητοι και η απειλή των αρχών ήταν άνευ σημασίας. Για τον Μπέλφορτ και τη "συμμορία" του, η σεμνότητα γρήγορα θεωρήθηκε υπερτιμημένη και το περισσότερο δεν ήταν ποτέ αρκετό.Ηθοποιοί και Χαρακτήρες
|
|
Παραγωγή
Το 2007 ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο κέρδισε τα δικαιώματα των απομνημονευμάτων του Τζόρνταν Μπέλφορτ The Wolf of Wall Street ενάντια στον Μπραντ Πιτ.[5] Κατά τη διάρκεια του pre-production, ο Σκορσέζε δούλεψε πάνω στο σενάριο πριν αναλάβει τη σκηνοθεσία της ταινίας Το Νησί των Καταραμένων (Shutter Island, 2010). Ο ίδιος είπε ότι ξόδεψε πέντε μήνες από τη ζωή του χωρίς να έχει πάρει το πράσινο φως από τη Warner Bros.[6] Το 2010, η Warner προσέφερε στον Ρίντλεϊ Σκοτ να σκηνοθετήσει την ταινία με τον Ντι Κάπριο να παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.[7] Η Warner τελικά δεν προχώρησε στην παραγωγή της ταινίας.[8] Το 2012, το πράσινο φως δόθηκε από την ανεξάρτητη εταιτία Red Granite Pictures. Ο Σκορσέζε ανέλαβε εκ νέου το πρότζεκτ γνωρίζοντας ότι δεν θα υπήρχαν όρια στο περιεχόμενο που θα σκηνοθετούσε.[9]Box office
Με προϋπολογισμό 100.000.000 δολάρια[10], η ταινία Ο Λύκος της Wall Street έκανε άνοιγμα τριημέρου στην 5η θέση με 18,5 εκατομμύρια δολάρια.[10] Οι συνολικές εισπράξεις στο αμερικανικό box office έφτασαν τα 114,5 εκατομμύρια δολάρια και στον υπόλοιπο κόσμο συγκέντρωσε 225,4 εκατομμύρια δολάρια.[10] Παγκοσμίως απέφερε 340 εκατομμύρια δολάρια.[10]Βραβεία & Υποψηφιότητες
Οργάνωση | Κατηγορία | Υποψήφιος | Αποτέλεσμα |
---|---|---|---|
Όσκαρ[4] | Καλύτερη Ταινία | Υποψηφιότητα | |
Σκηνοθεσία | Μάρτιν Σκορσέζε | Υποψηφιότητα | |
Διασκευασμένο Σενάριο | Τέρενς Γουίντερ | Υποψηφιότητα | |
Α' Ανδρικού Ρόλου | Λεονάρντο Ντι Κάπριο | Υποψηφιότητα | |
Β' Ανδρικού Ρόλου | Τζόνα Χιλ | Υποψηφιότητα | |
Χρυσές Σφαίρες[3] | Καλύτερη Ταινία - Κωμωδία/Μιούζικαλ | Υποψηφιότητα | |
Α' Ανδρικού Ρόλου - Κωμωδία/Μιούζικαλ | Λεονάρντο Ντι Κάπριο | Νίκη | |
BAFTA[11] | Σκηνοθεσία | Μάρτιν Σκορσέζε | Υποψηφιότητα |
Διασκευασμένο Σενάριο | Τέρενς Γουίντερ | Υποψηφιότητα | |
Α' Ανδρικού Ρόλου | Λεονάρντο Ντι Κάπριο | Υποψηφιότητα | |
Μοντάζ | Θέλμα Σκούνμεϊκερ | Υποψηφιότητα |
Παραπομπές
- Wheeler, Jeremy. «The Wolf of Wall Street». Allmovie. Rovi Corporation. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- «Ο Λύκος της Wall Street στο Rotten Tomatoes». Rotten Tomatoes. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- «71st Golden Globe Awards - Nominations». hfpa.org. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- «86th Academy Awards Nominations». oscars.org. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014.
- McClintock, Pamela (28 Οκτωβρίου 2013). «It's Official: Martin Scorsese's 'Wolf of Wall Street' Gets Holiday Release». The Hollywood Reporter. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- Saravia, Jerry (5 Ιουνίου 2013). «Raging Bull of Cinema Part II». Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- Mike Fleming Jr. (7 Ιουλίου 2010). «Ridley Scott Eyeing Reteam With Leo DiCaprio On ‘The Wolf Of Wall Street’». deadline.com. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- Mike Fleming Jr. (11 Μαΐου 2011). «Cannes: Red Granite Acquires Leonardo DiCaprio Pic ‘The Wolf Of Wall Street’». deadline.com. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- Mary Kaye Schilling (26 Αυγούστου 2013). «Leonardo DiCaprio and Martin Scorsese Explore the Funny Side of Financial Depravity in The Wolf of Wall Street». Vulture. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- «Ο Λύκος της Wall Street στο Box Office Mojo». Box Office Mojo. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014.
- «BAFTA Awards». bafta.org. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου