Ο φαροφύλακας
O ουρανός σκεπασμένος με μολυβιά γεωμετρικά σύννεφα, καμπυλωτά, κρεμαστά κι ακανόνιστα… Κοίταξε από το φάρο ψηλά τη θάλασσα. ΄Ηταν μια κίνηση που την έκανε πια ασυναίσθητα... Δεν τον γελούσαν τα μάτια του. Μια βάρκα πλησίαζε, αργά μα σταθερά, το φάρο. Αγριεύτηκε κι αναστατώθηκε...Φοβήθηκε. Είχε μέρες να δει άνθρωπο. Γύρω του αναβόσβηναν λαμπάκια από τους ασύρματους και τα μηχανήματα. Ένιωθε δεμένος με τον κόσμο. Αλλά η βάρκα; Ούτε σινιάλο ούτε νεύμα. Κι αν ήταν εχθρός; Στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα καθαρά…Έψαξε το όπλο. Το άρπαξε και πρόβαλε στο γείσο του φάρου. Τώρα ένιωθε πιο σίγουρος. Αν όμως ήταν κι ο άλλος οπλισμένος; Aν τελικά δεν ήταν ένας αλλά πολλοί; Ο άνεμος θα έπαιρνε τη φωνή του αν φώναζε. Ισως να μη μπορούσε και να φωνάξει. Μα τι ήθελε τέλος πάντων ο επισκέπτης; Πώς βρέθηκε εδώ; Και η θάλασσα ήταν δύσκολη…Ο ιδρώτας κρύωσε τη ράχη του. Ο νους του δεν ξεκολλούσε από το κακό.
Η θάλασσα έπαιρνε τη βάρκα στις κορφές των κυμάτων. Κι έτσι απλά σε μια στιγμή την αναποδογύρισε. Περίμενε έντρομος με αγωνία. Μόνο τα κύματα έμειναν τριγύρω. Ούτε βάρκα ούτε επισκέπτης. Η θάλασσα αγρίευε τώρα δυνατά. Σκοτείνιασε και μελάνιασε. Η άγρια νύχτα ερχόταν. Γύρισε αργά στο θάλαμο…“Δεν ήταν κανένας” μονολόγησε, ανατριχιασμένος σαν αγκρισμένο αγρίμι… ”Κανένας, ακούς, κανένας. Γελάστηκα..”
Ύστερα έπιασε τον ασύρματο, πριν την ώρα του.
“Φάρος 10, φάρος 10 ανταπόκριση”, φώναξε με φωνή ηχώ.
“Σ ακούμε 10”, απάντησε το μηχάνημα.
“Όλα εντάξει...Όλα εντάξει από 10, καληνύχτα...”
O ουρανός σκεπασμένος με μολυβιά γεωμετρικά σύννεφα, καμπυλωτά, κρεμαστά κι ακανόνιστα… Κοίταξε από το φάρο ψηλά τη θάλασσα. ΄Ηταν μια κίνηση που την έκανε πια ασυναίσθητα... Δεν τον γελούσαν τα μάτια του. Μια βάρκα πλησίαζε, αργά μα σταθερά, το φάρο. Αγριεύτηκε κι αναστατώθηκε...Φοβήθηκε. Είχε μέρες να δει άνθρωπο. Γύρω του αναβόσβηναν λαμπάκια από τους ασύρματους και τα μηχανήματα. Ένιωθε δεμένος με τον κόσμο. Αλλά η βάρκα; Ούτε σινιάλο ούτε νεύμα. Κι αν ήταν εχθρός; Στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα καθαρά…Έψαξε το όπλο. Το άρπαξε και πρόβαλε στο γείσο του φάρου. Τώρα ένιωθε πιο σίγουρος. Αν όμως ήταν κι ο άλλος οπλισμένος; Aν τελικά δεν ήταν ένας αλλά πολλοί; Ο άνεμος θα έπαιρνε τη φωνή του αν φώναζε. Ισως να μη μπορούσε και να φωνάξει. Μα τι ήθελε τέλος πάντων ο επισκέπτης; Πώς βρέθηκε εδώ; Και η θάλασσα ήταν δύσκολη…Ο ιδρώτας κρύωσε τη ράχη του. Ο νους του δεν ξεκολλούσε από το κακό.
Η θάλασσα έπαιρνε τη βάρκα στις κορφές των κυμάτων. Κι έτσι απλά σε μια στιγμή την αναποδογύρισε. Περίμενε έντρομος με αγωνία. Μόνο τα κύματα έμειναν τριγύρω. Ούτε βάρκα ούτε επισκέπτης. Η θάλασσα αγρίευε τώρα δυνατά. Σκοτείνιασε και μελάνιασε. Η άγρια νύχτα ερχόταν. Γύρισε αργά στο θάλαμο…“Δεν ήταν κανένας” μονολόγησε, ανατριχιασμένος σαν αγκρισμένο αγρίμι… ”Κανένας, ακούς, κανένας. Γελάστηκα..”
Ύστερα έπιασε τον ασύρματο, πριν την ώρα του.
“Φάρος 10, φάρος 10 ανταπόκριση”, φώναξε με φωνή ηχώ.
“Σ ακούμε 10”, απάντησε το μηχάνημα.
“Όλα εντάξει...Όλα εντάξει από 10, καληνύχτα...”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου