Αναγνώστες

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Η βία και το αντίδοτο της ελπίδας Λιάκος Αντώνης /απο το ΒΗΜΑ


Η βία και το αντίδοτο της ελπίδας


 
Μεγάλοι στοχαστές του δυτικού πολιτισμού, φιλόσοφοι όπως ο Καντ και ο Χέγκελ, θεμελιωτές της κοινωνικής επιστήμης όπως ο Μαξ Βέμπερ και ο Νόρμπερτ Ελίας, είχαν διατυπώσει την άποψη ότι καθώς ο πολιτισμός προοδεύει και ο κόσμος εκπολιτίζεται θα λιγοστεύει η βία. Βία και νεωτερικότητα  θεωρούνταν αποκλίνουσες διαδικασίες. Η βία δεν θα εξαφανιζόταν, αλλά θα την απορροφούσε κατ' αποκλειστικότητα το κράτος· θα την ασκούσε με κανόνες. Οι κανόνες θα όριζαν συμπεριφορές που οι πολίτες θα τις εσωτερίκευαν για να μην προσκρούσουν στα όριά τους. Στον βαθμό που ατομικές επιδιώξεις και γενική βούληση, το ατομικό και το γενικό καλό θα συνέκλιναν και θα συντονίζονταν, οι πολιτείες θα ταξίδευαν στη μέση οδό ανάμεσα στην αυταρχική βία και στην άναρχη οχλοκρατία.

Γνωρίζουμε τώρα ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Η νεωτερικότητα όχι μόνο δεν περιόρισε τη βία, αλλά ανέπτυξε μορφές βίας πρωτοφανείς σε έκταση και οδυνηρές συνέπειες. Η επέκταση του πολιτισμού από τους πολιτισμένους στους απολίτιστους έγινε με την αποικιοκρατική βία, τον ρατσισμό, με μεθόδους που αργότερα εφαρμόστηκαν στην ίδια την Ευρώπη με τη ναζιστική βία. Οι πρώτες συστηματικές εξοντώσεις πληθυσμών και πειράματα πάνω σε ανθρώπινους οργανισμούς έγιναν στην Αφρική. Οπως έχει γράψει ειρωνικά ο Ζίζεκ, ο κανίβαλος εκπληρώνει την πολιτισμική του αποστολή κατασπαράσσοντας τον τελευταίο κανίβαλο.

Αλλά και η ίδια η πρόοδος του πολιτισμού δεν ήταν μια πορεία συνολική. Περιέκλειε εντός της αβυσσαλέες ανισότητες. Το γενικό καλό περιχαρακώθηκε σε εθνικά σύνορα και οι εθνικοί πόλεμοι αποδείχθηκαν αιματηροί, ιδίως όταν αφορούσαν την αναδιανομή του κόσμου και την ανωτερότητα ορισμένων φυλών έναντι άλλων. Οι γενοκτονίες των Αρμενίων, των εβραίων, τα 20 εκατομμύρια των ρώσων θυμάτων, οι σφαγές στη Μαντζουρία, η Χιροσίμα συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή συνείδηση μεταπολεμικά. Δεν δημιουργήθηκαν όμως αποφασιστικές διαδικασίες και μηχανισμοί αποτροπής της βίας. Ούτε και στο εσωτερικό των εθνών η πολιτισμική κοινότητα στάθηκε ικανή να ειρηνεύσει τα πάθη από τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Αιματηρές επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, απελευθερωτικά κινήματα που μετασχηματίστηκαν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα συγκλόνισαν τον 20ό αιώνα. Στην Ελλάδα και στην Ισπανία το αίμα που χάθηκε στους εμφυλίους πολέμους ακόμη διχάζει.

Το 1989 και η πτώση του Τείχους υποσχέθηκαν μια νέα αρχή, μια καινούργια ειρηνική εποχή, την «Ευρώπη χωρίς σύνορα», την «οικογένεια των ευρωπαϊκών εθνών». Οι λαοί που έριξαν τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης εμπνέονταν από το ιδεώδες μιας δημοκρατικής και δίκαιης κοινωνικά Ευρώπης, όχι του καπιταλισμού καζίνου και της εκπτώχευσης, της παράνομης μετανάστευσης, της ταπείνωσης και της εκπόρνευσης. Οι χώρες αυτές έγιναν πεδία πειραματισμών και οι Ευρωπαίοι χωρίς ευρώ, δεύτερης κατηγορίας πολίτες. Οι πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας επανέφεραν τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές στο ευρωπαϊκό έδαφος (Σρεμπρένιτσα), την ίδια εποχή πάνω-κάτω που η υπόλοιπη Ευρώπη φαινόταν να ακολουθεί τις ιδέες του Καντ για την κοσμοπολιτική ειρήνη. Από τη δεκαετία του '90 άνοιξε και το μέτωπο του πολέμου στον αραβομουσουλμανικό κόσμο. Εχοντας η Ευρώπη φυτέψει στη Μέση Ανατολή τις δικές της ενοχές για το Ολοκαύτωμα, αφήνει να αιμορραγεί εκεί η πληγή, πολλές δεκαετίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τρομοκρατία και πόλεμοι εναντίον της τρομοκρατίας, Δίδυμοι Πύργοι και Σοκ και δέος, σκόρπισαν θάνατο και δυστυχία αλλά και εθισμό στη βία σε έναν ολόκληρο κόσμο, από το Πακιστάν έως την Ανατολική Αφρική, αλλά και στην ίδια την Αμερική. Η Αραβική Ανοιξη ήταν μια πανίσχυρη αντίδραση των λαών, ένα αίτημα δημοκρατίας, αλλά πνίγηκε στο αίμα και στις αναθυμιάσεις του πετρελαίου στη Λιβύη και στη Συρία.

Και τώρα το ρίγος της βίας διατρέχει τη σπονδυλική στήλη της Ελλάδας. Πολλές φορές αυτή η βία καταγγέλλεται ως η επιβίωση μιας κουλτούρας της ανομίας, ως καταλοιπικό φαινόμενο, ως ελλιπής εκμοντερνισμός. Λάθος. Είναι επιβίωση της προνεωτερικής βίας, στον ίδιο βαθμό με τις σφαγές των νηπίων στα αμερικανικά σχολεία. Γιατί η βία είναι στην καρδιά της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Μόνο μια τελεολογική άποψη θα έβλεπε τον πολιτισμό ως περιορισμό της βίας, και τον εκμοντερνισμό του κόσμου συνώνυμο της ειρήνης και της ευτυχίας. Αλλά στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα μάς επιτρέπονται παρόμοιες αυταπάτες; Μπορούμε να είμαστε ακόμη δέσμιοι μιας ευθύγραμμης πορείας προόδου του κόσμου; Ούτε καν οι πολυδιαφημισμένες «μεταρρυθμίσεις» δεν υπόσχονται πλέον μια καλύτερη εποχή.

Είναι λοιπόν η νεωτερικότητα, ως διαδικασία του εκπολιτισμού, αντίθετη με τη βία, ή μήπως την εκτρέφει μεταβάλλοντας τις μορφές της; Υπήρξαν η κρατική καθυπόταξη της βίας και η έλλογη χρήση της στοιχεία ανάπτυξης του πολιτισμού; Και τότε γιατί πολλαπλασιάζονται τα τυφλά σημεία ανεξέλεγκτης βίας; Γιατί στενεύει η μέση οδός της δημοκρατίας που υποδεικνύει η αντίληψη του γενικού καλού; Το γενικό καλό έχει νόημα αποκλειστικά μέσα σε μια ιδεολογία της προόδου που υπόσχεται γενική βελτίωση. Σε αντίθετες συνθήκες, όπως οι σημερινές, που παρά την κοινοβουλευτική μορφή του πολιτεύματος η κοινωνία αλλάζει από τα πάνω και αλλάζει βίαια με νομοθετικά διατάγματα, η καταγγελία της βίας μεταβάλλεται σε υποκρισία. Οταν το κοινωνικό συμβόλαιο διαρρηγνύεται βίαια, η υποκριτική καταγγελία της βίας λειτουργεί ως εξιδανίκευσή της, τη ριζοσπαστικοποιεί, τη μετατρέπει σε στοιχείο απόλαυσης των αποστερημένων. Η βία αποκτά κάτι από το πνεύμα του βίαιου καρναβαλιού, της επιτελεστικής αυθάδειας των υποδεεστέρων, της αντιστροφής των ρόλων πριν από την υποταγή.

Δεν θα καταλάβουμε την ελληνική βία αν δεν τη θέσουμε στη ζοφερή προοπτική της σύγχρονης βίας, του τέλους της προόδου, της αύξησης της ανασφάλειας και των ανισοτήτων που διαρρηγνύουν την έννοια του γενικού καλού. Δεν έχουμε καμιά επαγγελία, ούτε καμιά ένδειξη ότι ο 21ος αιώνας θα μπορούσε να είναι λιγότερο βίαιος από τον 20ό. Το μέλλον δεν εμφανίζεται καλύτερο και πιο ελπιδοφόρο από το παρελθόν. Αν κάτι θα μπορούσε να μετριάσει την απαισιοδοξία είναι ο σκεπτικισμός. Σκεπτικισμός για τις βεβαιότητες. Η κρίση εμφανίζεται με διχοτομικές αλήθειες. Θα κάνουμε τούτο να σωθούμε ή εκείνο να χαθούμε; Ωστόσο, αν γνωρίζαμε την πορεία της κρίσης, δεν θα βρισκόμασταν σε κρίση, θα την είχαμε ξεπεράσει. Κρίση είναι μια πορεία σε άγνωστες, σκοτεινές και φουρτουνιασμένες θάλασσες. Αλλά οφείλουμε επιφυλακτικότητα όχι μόνο ως προς τι δεν γνωρίζουμε, αλλά και ως προς αυτά που γνωρίζουμε, τις πολιτικές μας πεποιθήσεις και τις αφηρημένες ιδέες. Οφείλουμε αμφιβολίες απέναντι στις βεβαιότητες του «Δεν υπάρχει άλλη λύση» ή στις αυταπάτες της επιστροφής στο παρελθόν και στα χρόνια της αφθονίας. Ο σκεπτικισμός για να δημιουργήσει ένα πολιτισμικό τείχος απέναντι στη βία πρέπει να διαπερνά όχι μόνο τις ιδέες αλλά και να μετριάζει τους τρόπους δράσης και να συνδυάζεται με μια κάποια αναγνώριση των ενοχών μας.

Γιατί στον 20ό αιώνα δοκιμάσαμε όλες τις υποσχέσεις, όλες τις ιδέες, είπαμε όλα τα λόγια και τα ξόρκια. Δεν μας παίρνει να επικαλούμαστε το τεκμήριο της αθωότητας. Οι κήρυκες του δικαίου και της ηθικής, ακόμη κι αν είναι δίκαιοι και ηθικοί, χωρίς σκεπτικισμό και χωρίς συναίσθηση ενοχής, είναι φορείς βίας, είναι επικίνδυνοι.

Και η ελπίδα; Υπάρχει τόπος για την ελπίδα σήμερα; Το να αποκλείσεις κάθε ελπίδα είναι εξίσου βίαιο με το να πιαστείς άκριτα από αυτήν. Αλλά αν υπάρχει πραγματικά κάποιο αντίδοτο στη βία, είναι μια κουλτούρα ελπίδας, μια πολιτική ελπίδας, όχι υποσχέσεων.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η επιστροφή του Κατοχικού Δανείου: Ποιος έχει δίκιο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο; ΑΥΓΗ

Η επιστροφή του Κατοχικού Δανείου: Ποιος έχει δίκιο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο;
 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 07/03/2010
του Αντωνη Μπρεδημα

Τις τελευταίες μέρες, και με αφορμή τα γραφέντα σε μέρος του γερμανικού Τύπου σε βάρος τις Ελλάδας, ανασύρθηκαν από τα παλιά τεφτέρια οι απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία για τις πολεμικές επανορθώσεις και το Κατοχικό Δάνειο. «Παλιά τεφτέρια» για τις εκάστοτε, μετά το 1997, κυβερνήσεις, αν και σταθερά στην ατζέντα οργανώσεων όπως αυτή της οποίας προεδρεύει ο Μανώλης Γλέζος. Από την άλλη πλευρά, τη γερμανική, επαναπροβλήθηκε το χιλιομασημένο επιχείρημα της εξόφλησης των ελληνικών απαιτήσεων το 1961, ύψους 115 εκ. μάρκων. Σε κυβερνητικό επίπεδο είχαμε μια --πιθανότατα «στημένη»-- απόκλιση θέσεων, με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να θέτει το θέμα της επιστροφής του Κατοχικού Δανείου και την κυβέρνηση να «κρατά ανοικτό» το θέμα για το μέλλον. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν το ζήτημα του Κατοχικού Δανείου έχει πολιτική και μόνο διάσταση, όπως η περίπτωση των πολεμικών επανορθώσεων, ή εδράζεται σταθερά στους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι το Κατοχικό Δάνειο αποτελεί πράγματι «δάνειο», παρά το γεγονός ότι επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής (αναγκαστικό δάνειο). Στο νομικό επίπεδο, οι δυνάμεις κατοχής (Γερμανία, Ιταλία) είχαν τη δυνατότητα να αποσπάσουν από την Ελλάδα τα ποσά του δανείου ως «έξοδα κατοχής». Όμως, η ίδια η Γερμανία συνειδητοποίησε ότι η διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας στην Ελλάδα ήταν η προϋπόθεση για την ισχυροποίησή της στη χώρα, ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις στο μέτωπο της Β. Αφρικής. Και αυτό δεν θα ήταν κατορθωτό με τη συνέχιση της αφαίμαξης από την Ελλάδα αυτών των τεράστιων ποσών (το κόστος κατοχής για την Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 114% του ΑΕΠ της, ενώ σε άλλες κατεχόμενες χώρες το ποσοστό αυτό ήταν: 18% για την Ολλανδία, 24% για το Βέλγιο και 69% για τη Νορβηγία). Έτσι, προκειμένου να συνεχιστεί η χρηματοδότηση των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας στην Ελλάδα (αλλά στην πράξη και σε άλλες περιοχές, όπως λ.χ. στη Βόρεια Αφρική), χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του δανείου, ώστε να «ελαφρυνθεί» η κοινωνική πίεση σε βάρος των Ελλήνων, αφού τα δανεικά θα επιστρέφονταν κάποια στιγμή.
Αν και έχει προβληθεί το επιχείρημα ότι η μεθόδευση αυτή αποτελούσε ένα «νομικό τέχνασμα», κάτω από το οποίο κρύβονταν τα παραδοσιακά έξοδα κατοχής (για τα οποία δεν υπήρχε υποχρέωση επιστροφής), η πραγματικότητα είναι ότι οι ίδιες οι κατοχικές δυνάμεις είχαν αναγνωρίσει τον νομικό χαρακτήρα του δανείου: αφενός, η ίδια τη Συμφωνία της 14.3. 1942 προέβλεπε ότι «Η οριστική ρύθμιση των καταβολών της Ελληνικής Κυβέρνησης δύναται να λάβει χώραν αργότερον», αφετέρου ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα του Κατοχικού Δανείου και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησης του (ήδη μέχρι το τέλος της Κατοχής είχαν εξοφληθεί δύο δόσεις του δανείου). Και, γενικά, η μεταπολεμική συμπεριφορά τόσο της Ιταλίας όσο και της Γερμανίας δείχνουν ότι θεωρούσαν το Κατοχικό Δάνειο ως πραγματικό δάνειο, και όχι ως έξοδα κατοχής.
Και ενώ η Ιταλία (με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947) προέβη στην εξόφληση του μέρους του Κατοχικού δανείου που της αντιστοιχούσε, η Γερμανία χρησιμοποίησε κατά καιρούς, και χρησιμοποιεί ακόμη και μέχρι σήμερα, μια σειρά από νομικά επιχειρήματα για να αποφύγει την αποπληρωμή του δανείου:
Ι. Το επιχείρημα εκ των Συμφωνιών του Πότσνταμ και των Παρισίων (1945), που προβλήθηκε το 1995 από τον γερμανό Υπουργό Οικονομικών σε ερώτηση γερμανίδας βουλευτού. Συνίσταται δε στο ότι η Ελλάδα είχε, ως νικήτρια χώρα, λάβει μέρος στη διανομή των περιουσιακών στοιχείων της ηττημένης Γερμανίας. Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συμφωνίας των Παρισίων, προσδιορίζεται ότι «η όποια διανομή αυτών των περιουσιακών στοιχείων» δεν προκαταλαμβάνει με τίποτε τον προσδιορισμό, στην κατάλληλη χρονική στιγμή, των μεθόδων, της διάρκειας και του συνολικού ποσού των αποζημιώσεων. Εξάλλου, ο Έλληνας αντιπρόσωπος είχε, με δήλωσή του, ρητώς διαχωρίσει το θέμα του Κατοχικού Δανείου από τις γερμανικές επανορθώσεις.
ΙΙ. Το επιχείρημα από τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953), που συνίσταται στο ότι η εξέταση των απαιτήσεων απέναντι στη Γερμανία που πηγάζουν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα αναβληθεί μέχρι του οριστικού διακανονισμού των επανορθώσεων. Πρόκειται ασφαλώς για ένα επιχείρημα αναστολής της αποπληρωμής, και όχι άρνησης πληρωμής. Συνήθως, αυτός ο διακανονισμός γίνεται κατά το διεθνές δίκαιο, με τη σύναψη Συνθήκης πριν από την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Η ενοποίηση αυτή επήλθε το 1990. Με τη Συνθήκη δε ανάμεσα στις 4 κατέχουσες Δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Σοβιετική Ένωση) και τις 2 Γερμανίες (συνθήκη γνωστή ως «2+4»), σχετικά με τον οριστικό διακανονισμό που αφορά τη Γερμανία, όπου δεν γίνεται καμιά μνεία του θέματος των επανορθώσεων. Όμως, η συμφωνία αυτή δεν υπογράφηκε από τις άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και επομένως διατηρεί το δικαίωμα διεκδίκησης του Κατοχικού δανείου.
ΙΙΙ. Το επιχείρημα της παραίτησης της Ελλάδας από το Κατοχικό Δάνειο, που διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1960 και σύμφωνα με το οποίο ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δήλωσε, κατά την επίσκεψή του στη Βόννη (1958), ότι παραιτείται των ελληνικών αξιώσεων έναντι παροχής από τη Γερμανία στην Ελλάδα πιστώσεων ύψους 200 εκ. μάρκων. Δεν υπάρχει όμως η παραμικρή ένδειξη αυτού του γεγονότος, ο δε απεσταλμένος της Ελλάδας, Άγγ. Αγγελόπουλος, που είχε πρόσβαση στους εμπιστευτικούς φακέλους των συζητήσεων Καραμανλή-Αντενάουερ, δεν βρήκε καμιά παραίτηση από το Δάνειο.
IV. Η εκπλήρωση από τη Γερμανία της υποχρέωσης εκ του Δανείου προς την Ελλάδα. Πρόκειται για τη σύναψη της ελληνογερμανικής συμφωνίας της 18.3.1960, η οποία αφορούσε παροχή υπέρ ελλήνων υπηκόων που είχαν θιγεί από εθνοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεων, ύψους 115 εκ. μάρκων. Για τους Γερμανούς, η συμφωνία αυτή θεωρείται ότι δεσμεύει την Ελλάδα να μην επανέλθει μελλοντικά με την απαίτηση ρύθμισης περαιτέρω ζητημάτων προερχομένων εκ των εθνοσοσιαλιστικών μέτρων. Πρόκειται ακριβώς για το επιχείρημα που ανασύρθηκε από το ντουλάπι με τις πρόσφατες δηλώσεις γερμανών επισήμων. Εκτός του ότι η εν λόγω συμφωνία αφορούσε κυρίως τους Εβραίους της Ελλάδας, το γεγονός ότι ο έλληνας πρέσβης που την υπέγραψε δήλωσε ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να προβάλει νέες απαιτήσεις, δείχνει ότι το επιχείρημα αυτό δεν έχει βάση κατά το διεθνές δίκαιο.
V. Το επιχείρημα της παραγραφής των ελληνικών αξιώσεων εκ του Κατοχικού Δανείου. Το επιχείρημα αυτό έχει προβληθεί από τη γερμανική πλευρά σε σχέση με τις πολεμικές επανορθώσεις, φαίνεται όμως ότι μπορεί να γενικευθεί, έτσι ώστε να περιλάβει και το Κατοχικό Δάνειο. Έτσι, όταν το 1995 η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τη Γερμανία την έναρξη διαπραγματεύσεων, κυρίως για το Κατοχικό Δάνειο, ο γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών απάντησε ότι: «Μετά την πάροδο 50 ετών […] το πρόγραμμα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η [γερμανική] κυβέρνηση θα προέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό». Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά το Κατοχικό Δάνειο, που έχει διακρατικό χαρακτήρα, το διεθνές δίκαιο δεν φαίνεται να αποδέχεται την παραγραφή. Εξάλλου, ακόμη και αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, πάλι δεν συντρέχει λόγος παραγραφής, αφού η διατύπωση των ελληνικών αξιώσεων είχε ανασταλεί με τη Συμφωνία του 1953, κατόπιν απαιτήσεως της ίδιας της Γερμανίας. Επομένως, το χρονικό σημείο από το οποίο θα μπορούσε «να τρέξει» η παραγραφή θα ήταν το 1990, έτος της ενοποίησης των δύο Γερμανιών. Αλλά, και πάλι, η παραγραφή αυτή έχει διακοπεί οριστικά με ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας προς Γερμανία το 1995, όπου επισήμως τέθηκε το θέμα της επιστροφής του Κατοχικού Δανείου.
***
Όσον αφορά το ύψος των ελληνικών αξιώσεων εκ του Κατοχικού Δανείου, παρότι προβάλλονται διαφορετικά ποσά, ανάλογα με την πηγή προέλευσης, το ποσό αυτό φαίνεται, σύμφωνα με λογικούς υπολογισμούς, να κυμαίνεται γύρω στα 400-450 εκ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα. Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι αυτό των τόκων, από το 1944 μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, μέθοδος υπολογισμού τους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο δεν υπάρχει. Ο υπολογισμός που έχει γίνει λαμβάνει υπόψη ένα μικρό επιτόκιο της τάξεως του 3%. Με βάση αυτή τη μέθοδο, υπολογίζεται ότι οι τόκοι για τη Γερμανία από το 1944 μέχρι το 1994 ανέρχονται στο ποσό των 3,5 δισ. δολαρίων. Σ’ αυτό το ποσό θα πρέπει να προστεθούν οι τόκοι των ετών 1995-2010, οπότε το ύψος τους ανεβαίνει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.

Ο Αντώνης Μπρεδήμας διδάσκει διεθνές δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

αν τι για ραντεβού στα Γουναράδικα ,δε δίνουμε ένα ραντεβού για τα Φαγάδικα;

αν τι για ραντεβού στα Γουναράδικα
δε δίνουμε ένα ραντεβού για τα Φαγάδικα;
άντε γιατί παράγινε: σιγά τα αίματα
καιρός για τα λουτρά: τέρμα τα Ψέμματα
----------------------------------------
Αντίς να πάμε να μας γδάρουν το τομάρι
δε πάμε λεω γω  να φάμε κάνα Ψάρι;
τώρα που μας μειώθηκε ο Φι Πι Α
καιρός να πούμε πια .: Σιγά τα Ωα/

Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία Δυο λόγια για τα γουναράδικα

 

Δυο λόγια για τα γουναράδικα

Δυο λόγια για τα γουναράδικα

Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 18 Ιουλίου, 2013

14 Votes

Αρκετός θόρυβος έγινε στο Διαδίκτυο χτες για τη φράση “Ραντεβού στα γουναράδικα”, που χρησιμοποίησε προχτές σε αγόρευσή του στη Βουλή ο βουλευτής Καστοριάς του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλης Διαμαντόπουλος. Παίρνω κι εγώ την αφορμή να γράψω δυο λόγια, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση, μια και το θέμα αγγίζει τη φρασεολογία, που είναι ένα από τα κατεξοχήν ενδιαφέροντα του ιστολογίου, παρόλο που βρίσκομαι σε εξοχικό περιβάλλον και δεν έχω πρόχειρα τα βιβλία μου.
Καταρχάς, τι ακριβώς ειπώθηκε στην αγόρευση. Υπάρχει ένα βιντεάκι που παρουσιάζει το επίμαχο σημείο (εδώ, κάτω-κάτω) οπότε μπορούμε να το ακούσουμε, και η εξής μεταγραφή της αγόρευσης:
“Είμαστε αυτοί που θα ενώσουμε ξανά αυτόν τον κύκλο που έσπασε το σάπιο πολιτικό σας σύστημα: από το λαό στη Βουλή και ξανά στο λαό. Είμαστε έξω και ακούμε όλους αυτούς που δεν έχουν καταθέσεις, που δεν είναι στη λίστα Λαγκάρντ, που δεν έχουν να πληρώσουν το λογαριασμό του ρεύματος, του νερού, του τηλεφώνου, που δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους. [...] Όλοι αυτοί μας λένε το εξής: Δεν εκβιάζονται, είναι αποφασισμένοι για ρήξη και ανατροπή. Έχουν την αποφασιστικότητα που θα πει αυτό που έλεγε και ο Άρης Βελουχιώτης όταν πήγαινε να δώσει τις μάχες για να ελευθερώσει αυτό τον τόπο: Ραντεβού στα γουναράδικα”.
Μου λένε πως ο κ. Πρετεντέρης, στο προχτεσινοβραδυνό δελτίο του Μέγκα, παρουσίασε τη φράση αυτή ως απειλή προς τους αντιπάλους, “θα σας γδάρουμε” και ως εμφυλιοπολεμικό κήρυγμα. Από τα συμφραζόμενα της ομιλίας του βουλευτή προκύπτει σαφώς ότι τη φράση τη λένε μεταξύ τους οι αποφασισμένοι, οπότε μια τέτοια ερμηνεία σαν του Πρετεντέρη είναι κακόβουλη, ακόμα κι αν δεν ξέρει κανείς τίποτε για την ιστορία του τόπου ή της φράσης.
Γι΄αυτό το τελευταίο, μπορούμε να πούμε δυο λόγια.
Καταρχάς, ο βουλευτής Καστοριάς, αν και αρμόδιος με το θέμα λόγω γουναράδων, κάνει ένα λαθάκι. Ο Άρης Βελουχιώτης δεν έλεγε, βέβαια, ραντεβού στα γουναράδικα, αλλά “Καλήν αντάμωση στα γουναράδικα”. Τη φράση αυτή την έλεγε συχνά και έχει καταγραφεί σε πολλές πηγές, ήταν αποχαιρετισμός προς συναγωνιστές αντάρτες, που ανήκαν σε άλλες μονάδες, όταν χωρίζονταν. “Πού θα ξανασυναντηθούμε;” είναι το υπόρρητο ή όχι ερώτημα. “Στα γουναράδικα” -δηλαδή, όλοι εμείς που έχουμε πάρει τα όπλα ενάντια στον κατακτητή, ξέρουμε πως η ζωή μας είναι υπό αίρεση.
Δεν είναι ακριβές αυτό που γράφεται κατά καιρούς, ότι η φράση του Άρη ειπώθηκε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας -όπως είπα, ο Άρης την έλεγε συχνά και όχι μία φορά μόνο, την καταγράφει π.χ. ο Κοτζιούλας στο “Όταν ήμουν με τον Άρη”, όπου περιγράφονται περιστατικά του 1943-44. Είναι εντυπωσιακό ότι ο ιστότοπος 902.gr, που πρόσκειται στο ΚΚΕ, επιμένει ότι πρόκειται για μεταβαρκιζιανή φράση -δεν ξέρω αν από λάθος ή από δημιουργική επανεπεξεργασία της ιστορίας.
Όμως η φράση δεν είναι επινόηση του Βελουχιώτη, όσο κι αν αυτός την έκανε γνωστή με αποτέλεσμα να ακούγεται και στα χρόνια μας. Πρόκειται για παροιμιόμυθο. Δυστυχώς δεν έχω πρόχειρη τη συλλογή του Δ. Λουκάτου (Νεοελληνικοί παροιμιόμυθοι) και δεν μπορώ να ελέγξω αν τη συμπεριλαμβάνει [τελικά ο Λουκάτος έχει ακριβώς την παραλλαγή του Πολίτη με του γούναρη την κάδη], πάντως παραλλαγές της βρίσκω στις Παροιμίες του Νικολάου Πολίτη. Βρίσκω εκεί μια φράση που λεγόταν στη Σωζόπολη “Θ’ ανταμωθούμε στα κιουρτζίδικα” (τουρκ. τα γουναράδικα). Πιο χαρακτηριστικά, βρίσκω μια πιο αναπτυγμένη παραλλαγή:
Τ’ αλεπόπουλα ρώτησαν την αλεπού, “Πού θ’ ανταμωθούμε;” “Εις του γούναρη την κάδη”.
Γούναρης, φυσικά, ο γουναράς. Και η κάδη είναι ο κάδος, όπου τα δέρματα μουλιάζουν σε διάφορα υγρά για να μαλακώσουν κατά την κατεργασία τους. Ο Πολίτης σημειώνει ότι υπάρχει μύθος πίσω από τη φράση: όταν η αλεπού ανάθρεψε τα παιδιά της και τα μεγάλωσε ώστε να μπορούν πια μόνα τους να φροντίζουν την τροφή τους, εκεί που αποχαιρετιόντουσαν τα αλεπόπουλα τη ρώτησαν πότε θα ξανασυναντηθούν -και εκείνη, πολύπειρη, έδωσε αυτή την απάντηση. (Να διορθωθεί λοιπόν κι αυτό που έγραψε η Αυγή, ότι ο παροιμιακός χαιρετισμός ήταν ανάμεσα σε αλεπούδες, κουνάβια και άλλα γουνοφόρα ζούδια: ανάμεσα στην αλεπού και στα παιδιά της είναι το σωστό).
Ο Πολίτης προσθέτει ότι τη φράση τη λένε χαριτολογώντας φίλοι που αποχωρίζονται και δεν έχουν προοπτική να συναντηθούν στο κοντινό μέλλον. Παραπέρα, παραθέτει πάμπολλες αντίστοιχες παροιμίες σε άλλες γλώσσες, αν και σε καμιά δεν υπάρχει η έννοια της αντάμωσης, απλώς η διαπίστωση ότι όλα τα αλεπουδοτόμαρα τελικά καταλήγουν στον γουναρά.
Φαίνεται μάλιστα ότι την παροιμιακή φράση δεν την είπε πρώτος ή δεν την έλεγε μόνο ο Βελουχιώτης. Από πληροφορίες του φίλου Εαρίωνα στη Λεξιλογία, την ίδια φράση τη χρησιμοποιούσε η παλιά κλεφτουριά επί Τουρκοκρατίας, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην πατριωτική πεζογραφία (Δημ. Φωτιάδης, Λάππας, Σταμέλος). Το θέμα αυτό θέλω να το ψάξω λίγο περισσότερο, αλλά καθόλου δεν το αποκλείω, αφού οι σχέσεις μεταξύ κλεφτουριάς και εθνικής αντίστασης είναι πολυποίκιλες και εντονότατες. Από την άλλη, αν λεγόταν από τους κλέφτες, μάλλον θα το επισήμαινε ο Πολίτης.
Πάντως, μετά τον Βελουχιώτη, η φράση πέρασε στο λεξιλόγιο της διωκόμενης αριστεράς, όπως διασώζει το παρακάτω απόσπασμα από τον Ριζοσπάστη (16.5.1947) που το εντόπισε πάλι ο Εαρίων: Γέμισε το πόρτο από εξόριστους… όσο πάνε και μαζεύονται περισσότεροι –εξόριστοι και ντόπιοι. Να χαιρετήσουν τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ… Ο κόσμος από την προκυμαία χαιρετά… Προκυμαία και μαούνες ανταλλάσσουν ευχές. «Καλή αντάμωση»… Κι από τη μαούνα απαντούν: «Στα γουναράδικα». Είναι μια ευχή βγαλμένη από λαϊκή παροιμία. Την έλεγαν στον ΕΛΑΣ πριν από τις μάχες. Είναι κάτι σαν το «καλό βόλι» του 1821 και το «ψυχή βαθιά» της Αντίστασης. Συμβολίζει το θάρρος και την αυτοθυσία, την ελληνική παλληκαριά, την περιφρόνηση του θανάτου.
Νομίζω πως το απόσπασμα αυτό συνοψίζει πολύ καλά τη σημασία της φράσης όπως χρησιμοποιήθηκε, αλλά παραθέτω ένα ακόμα, από χρονογράφημα του Νίκου Παπαπερικλή (Φιλικού) στον Ριζοσπάστη, ο οποίος, αναθυμώντας το 1982 έναν παλιό του συναγωνιστή, γράφει:
Ορέ συναγωνιστή, λέει, χρόνια και ζαμάνια που έχουμε να ανταμώσουμε. Πώς μας τρώει και μας καταπίνει αυτή η απέραντη η Αθήνα! Κάποτε, θέλαμε δε θέλαμε, μας ένωνε ο φασισμός στη ρημάδα τη φυλακή, όπως οι αλεπούδες στα γουναράδικα.
Έχουμε δηλαδή μια παροιμιακή φράση που βασίζεται σε παροιμιόμυθο, που λεγόταν εδώ και αιώνες, κυρίως σαν αποχαιρετισμός φίλων (και ενδεχομένως από τους κλέφτες πριν το 1821) και την οποία συνήθιζε να τη λέει ο Άρης Βελουχιώτης όταν αποχαιρετιόταν με συναγωνιστές του στο βουνό. Εξαιτίας της χρήσης από τον Άρη Βελουχιώτη, η φράση ξανάγινε γνωστή και παροιμιακή, τώρα κυρίως μεταξύ των αριστερών.
Το θέμα τελειώνει θαρρώ εδώ, αλλά μια και είμαστε ιστολόγιο που λεξιλογεί, να επεκταθούμε λίγο. Η γούνα είναι λέξη μεσαιωνική, δάνειο από τα μεσαιωνικά λατινικά, κελτικής αρχής. Ο γουναράς ή γούναρης λέγεται και βυρσοδέψης, και ταμπάκης (τούρκικο, θαρρώ). Για την κατεργασία του δέρματος χρησιμοποιούσαν αρκετά δύσοσμα υλικά (ας πούμε, τα άφηναν δυο μέρες μέσα σε σκυλόσκατα) κι έτσι η γειτονιά των βυρσοδεψών, τα ταμπάκικα, έπρεπε να βρίσκεται στις παρυφές της πόλης. Όμως ήταν επάγγελμα επικερδές, ο δε Νικ. Πολίτης έχει και την παροιμία “Γουναράδες βρωμεροί – και στην τσέπη όλο φλουρί”, καθώς και διάφορες αντίστοιχες σε ευρωπαϊκές γλώσσες, που τις μεταφράζει, π.χ. βρωμερό τομαράκι, κουδουνιστό παραδάκι. Αυτά τα βρήκα καθώς έψαχνα στη συλλογή του Πολίτη για την παροιμία με τα γουναράδικα: έψαξα στην αλεπού (δεν ήταν εκεί), έψαξα στο λήμμα “γούνα”, χωρίς επιτυχία, τελικά το είχε στο λήμμα “ανταμώνω”!
Όσο για τη φράση του βουλευτή Διαμαντόπουλου, νομίζω ότι κακώς τράβηξε τόσο την προσοχή, ειδικά όταν στην ίδια συνεδρίαση ειπώθηκαν απρέπειες ολκής. Χτες υπήρξε και συνέχεια, αφενός αστεία και αφετέρου θρασεία. Αστεία από την βουλευτίνα Καστοριάς της Νέας Δημοκρατίας (χωρίς σχόλια) και θρασεία από τον εκπρόσωπο του φιλοναζιστικού κόμματος, ο οποίος αποκάλεσε ‘εμφυλιοπολεμικές’ τις εκφράσεις. Σημειώνω ότι πρόκειται για τον πολιτικό απόγονο εκείνων που έγραφαν στα επίσημα ανακοινωθέντα τους “Εκ των ημετέρων απώλειες: είς Γερμανός”! Ε, ναι, έτσι ίσως εξηγείται.

σχετική  συζητηση ( με τηνγνωστη ..επαρση ορισμένων .. ) εδω  
=παντως το να τη βγαινουν υπερασπιστες του Αρη -και μαλιστα του μετα την Βαρκιζα  οι υπερασπιστες του ,,,Ζαχαριαδη που τον ..αποκηρυξε  μου φαινεται ολιγον  Καπως..)

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

MHNYMAL: Σκέφτηκα για λίγες μέρες την ελευθερία. Άρα; mhnymal.blogspot.gr


Ο Στεφαν Τσβαιχ για την Νιοτη καιτην Μελαγχολια .

''τίποτα δεν αγγίζει βαθύτερα τη ψυχή ενός νέου από τη μεγαλειώδη αρρενωπότητα της ανδρικής κατήφειας: Ο στοχαστήςτου Μιχαήλ Αγγέλου με το βλέμμα καρφωμένο στην άβυσσο της ίδιας του της ύπαρξης , η αποτύπωση της πίκρας στο καρφωμένο προς τα μέσα στόμα του Μπετόβεν, τα τραγικά αυτά προσωπεία ανθρώπινου πόνου συγκινούν βαθύτερα την αδιάπλαστη νεανική ψυχή απ ¨ότι η γεμάτη χάρη μελωδία του Μότσαρτ και το λαμπερό φως γύρω από τις μορφές του Λεονάρντο.
Η Νιότη προσωποποίηση η ίδια του κάλλους, δεν έχει ανάγκη από λαμπρότητα και ομορφιά.Διαθέτοντας αποθέματα ζωτικότητας , ρέπει προς το τραγικό και αφήνει με ευχαρίστηση τη μελαγχολία να ρουφάει από το άπειρο ακόμη αίμα της.
Γι αυτό και η αιώνια τάση του νέου προς τον κίνδυνο, γι αυτό και το αδελφικά απλωμένο χέρι του προς κάθε πνευματικό μάρτυρα''




Στεφαν Τσβαιχ Σύγχυση αισθημάτων

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Για την Γνωση, τον Γνωστικισμό ,τον Εαυτό



  • Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό.....Από ΘάνοΛίποβατς:


  •  ''η μυστική Γνώση, μέσω της αντίθεσης τόσο με τη μονοθεϊστική Πίστη, όσο και με τον ορθό Λόγο, γίνεται αισθητή όταν το υποκείμενο θέτει με επιμονή το ερώτημα του νοήματος της πεπερασμένης ύπαρξης και του κακού στον κόσμο. Τότε το υποκείμενο μπορεί, με την προσπάθεια αντιμετώπισης της υπαρξιακής έλλειψης, να έρθει σε επαφή με τον ορθό Λόγο, τον ηθικό Νόμο και την ιστορικότητα. Η Γνώση, από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οδηγεί -αντίθετα- στην απάρνηση της πάντοτε ελλειμματικής πραγματικότητας και στη μυστικιστική φυγή από αυτήν. Αποτέλεσε και αποτελεί, δε, μια απάντηση στο σύμπτωμα της "δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό", όπως αυτό εκφράζεται με τον "θάνατο του Θεού" και τον "θάνατο του ανθρώπου''http://books.phigita.net/isbn/9789604351107

    βλ και http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14873&m=S06&aa=1

    πρβλ και:http://www.media.uoa.gr/sas/issues/5_issue/lipovats.html

    2.Micha BrumlikOι ΓνωστικοίΤο Όνειρο της Αυτολύτρωσης του ΑνθρώπουΜετάφραση: Μαίρη ΕυσταθίουΕπιμέλεια: Θάνος Λίποβατς,εκδόσεις νήσος, 2006


    το αναστοχαστικό υποκείμενο της νεωτερικότητας, από τον 16ο αιώνα κι έπειτα, αποτελεί την ολοκλήρωση εκείνης της διαδικασίας υποκειμενοποίησης και εξατομίκευσης που άρχισε με τον Χριστιανισμό και τον μεγάλο εχθρό του, τον Γνωστικισμό, στους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν, στην ύστερη Αρχαιότητα. Η ριζική, τελική αλλοτρίωση και ο χωρισμός του ανθρώπου από τη φύση και τον Θεό κατά τη νεωτερικότητα οδήγησε, έκτοτε και μέχρι σήμερα, σε νέες μορφές Γνώσης, μηδενισμού και αθεϊσμού. Η δυσκολία ως προς την ορθή κατανόηση και την αντιμετώπιση της ύπαρξης του κακού μέσα στον κόσμο μπόρεσε να οδηγήσει τις λυτρωτικές μονοθεϊστικές θρησκείες είτε σε μια φυγόκοσμη, μυστική στάση είτε σε μια επαναστατική ριζικότητα και βία, μέσα από την απελπισμένη απόρριψη του κριτικού ορθού λόγου και του ηθικού νόμου, καθώς και της πίστης στον έναν Θεό. Το βιβλίο του Micha Brumlik Οι Γνωστικοί - Το Όνειρο της Αυτολύτρωσης του Ανθρώπου, σε μετάφραση της Μαίρης Ευσταθίου και επιμέλεια του Θάνου Λίποβατς, είναι μια λαμπρή εισαγωγή σε ένα βασικό θέμα της γενεαλογίας της πολιτικής και της υπαρξιακής φιλοσοφίας, της θεολογίας και της τέχνης στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, από την ύστερη Αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Με την έκδοσή του ευχόμαστε να καλύψουμε ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία. http://www.nissos.gr/nea_more.asp?newId=32


    3.ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΤΗΚΟ ξανθός Εκμπερτ - Το ΡούνενμπεργκΜΤΦΡ.: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ, ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΙΦΑΤΙΔΗΣ«ΣΜΙΛΗ», ΣΕΛ. 137, ευρώ 12«Τις αληθινές ιστορίες φρίκης τις εξιστορεί η καθημερινή ζωή, καμία ποίηση δεν έχει τη δύναμη να μετριάσει τη σκληρότητά της»(Από το βιβλίο, σελ. 109)
    http://www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=04/05/2007&id=24845164

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Νοσταλγία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Νοσταλγία
Nostalghia poster.jpg
Σκηνοθεσία Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο Tonino Guerra
Αντρέι Ταρκόφσκι
Πρωταγωνιστές Όλεγκ Γιανκόφσκι, Αντρέι Γκορσακόφ
Πατρίτσια Τερρένο, η γυναίκα του Αντρέι
Ντομιτζιάνα Τζιορντάνο, Ευγενία
Έρλαντ Γιόσεφσον, ο τρελός Ντομένικο
Λάουρα ντε Μάρτσι, υπηρέτρια
Ντέλια Μποτσάρντο, η γυναίκα του Ντομένικο
Μιλένα Βούκοτιτς, αστυνόμος
Ραφφαέλε ντι Μάριο
Ράτε Φουρλάν
Λίβιο Γκαλάσσι
Έλενα Μαγκόια
Πιέρο Βίδα
Αλμπέρτο Κανέπα, χωριάτης
Βιττόριο Μετζοτζιόρνο
Πρώτη προβολή Μάιος 1983, Γαλλία
Διάρκεια 125'
Γλώσσα Ιταλικά, Ρωσσικά
Σελίδα IMDb
Σελίδα Cine.gr
Νοσταλγία είναι ο τίτλος κινηματογραφικού έργου του 1983, σε σκηνοθεσία του Αντρέι Ταρκόφσκι και πρωταγωνιστές τους Όλεγκ Γιανκόφσκι, Ντομιτζιάνα Τζιορντάνο και Έρλαντ Γιόσεφσον.

Πίνακας περιεχομένων

Πλοκή

Ο συγγραφέας Αντρέι Γκορσακόφ σκοπεύει να γράψει την βιογραφία του Ρώσου συμπατριώτη του και ποιητή Σασνόφσκι, ο οποίος είχε ζήσει τον 18ο αιώνα και αφού είχε κάτσει στην Ιταλία για τρία χρόνια, επιστρέφοντας στην Ρωσία είχε γίνει ράκος και αυτοκτόνησε. Ο Αντρέι για να μπορέσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που σημάδεψε την ζωή του Σασνόφσκι, αποφασίζει να επισκεφτεί την Ιταλία, τον τόπο που είχε ζήσει ο Σασνόφσκι.
Ο Αντρέι προσλαμβάνει για μεταφράστρια και ταξιδιωτική συνοδό την πολύ όμορφη Ευγενία, η οποία από την αγάπη που τρέφει για την ρωσική φιλολογία ερωτεύεται τον Αντρέι φανερά, επειδή βλέπει στον Αντρέι την προσωποποίηση της Ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Αντρέι όμως αδιαφορεί για τα αισθήματά της, ενώ πιστεύει ότι το ενδιαφέρον της για την Ρωσική λογοτεχνία είναι απλά επιφανειακό. Με μια σειρά αλληγορικών αναπαραστάσεων του κοιμώμενου Αντρέι ο Ταρκόφσκι παρουσιάζει μια ολόφωτη νυκτερινή φύση καθώς και ηλιόλουστες βροχερές σκηνές. Η γυναίκα του Αντρέι παρηγορεί την Ευγενία, ενώ γυναίκες και κοριτσάκια σχεδόν ακίνητες παίρνουν μέρος σε σκηνές στην φθινοπωρινή ύπαιθρο την ώρα που ο ήλιος ανατέλλει.
Κατά την διάρκεια της διαμονής του ο Αντρέι γνωρίζει τον τρελό του χωριού που τον λένε Ντομένικο, και μυείται στην τραγική ιστορία της ζωής του. Παλιά ο Ντομένικο είχε απομονώσει την οικογένειά του στο σπίτι τους και τους κρατούσε φυλακισμένους για εφτά χρόνια μέχρι που οι γείτονες τους ξέχασαν εντελώς, και η αστυνομία ήλθε μια μέρα και τους απελευθέρωσε. Από τότε και μετά ο Ντομένικο που ακόμα ζει μόνος του τώρα στο ερειπωμένο πια σπίτι και στην ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη γειτονιά έχει έναν και μοναδικό σκοπό στην ζωή του. Θέλει να σώσει τον κόσμο περνώντας μέσα από το νερό στα ιαματικά λουτρά της Αγίας Αικατερίνης από την μια μεριά μέχρι την άλλη κρατώντας στο χέρι του ένα αναμμένο κερί χωρίς να σβήσει. Ο Ντομένικο προσπάθησε πολλές φορές, αλλά δεν τα κατάφερε, επειδή οι ντόπιοι όταν αυτός έμπαινε στο νερό, αυτοί τον έβγαζαν με το ζόρι έξω για να μην πνιγεί. Ο Αντρέι δείχνει κατανόηση για τον Ντομένικο και, αν και διστακτικά, του υπόσχεται να περάσει αυτός το κερί στην απέναντι όχθη.
Ο Αντρέι θα ξεχάσει την υπόσχεσή του μέχρι που η Ευγενία θα του τηλεφωνήσει από την Ρώμη για να του πει ότι ο Ντομένικο είναι πρωταγωνιστής ενός χάπενιγκ που διοργανώνουν οι τρελοί σε μια πλατεία της Ρώμης. Ο Ντομένικο έχει ανεβεί σε ένα άγαλμα και βγάζει λόγους φλογερούς εδώ και τρεις μέρες. Ο Ντομένικο στο τέλος της ομιλίας του αυτοπυρπολείται. Ο Αντρέι, που ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην πατρίδα του αλλάζει αμέσως τα σχέδια και ξεκινάει για να πάει πίσω στα θερμά λουτρά. Φτάνοντας εκεί αισθάνεται εξουθενωμένος, αλλά με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν και με το αναμμένο κεράκι στο χέρι προστατεύοντας την φλόγα από τον άνεμο σαν πολύτιμο αγαθό θα περάσει μετά από πολλές προσπάθειες από την μία όχθη στην άλλη εκπληρώνοντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει, αλλά και τον σκοπό του Ντομένικου.

Παραλειπόμενα

  • Το φιλμ περιέχει την προέλευση του ονόματός του.
        Ήταν ένα κοριτσάκι, που πήγε να εργαστεί σαν υπηρέτρια στο Μιλάνο. Οι εργοδότες της της απαγόρεψαν να εγκαταλείψει το σπίτι. Επειδή αυτή είχε νοσταλγήσει την οικογένεια και το χωριό της, έβαλε φωτιά στο σπίτι που δούλευε, επειδή την εμπόδιζε να επιστρέψει στην πατρίδα της.    
  • Η Νοσταλγία ήταν η πρώτη παραγωγή του Ταρκόφσκι έξω από την Ρωσία.
  • Στο έργο απαγγέλλονται ποιήματα του Αρσένη Ταρκόφσκι, πατέρα του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι.

Μουσική

Αν και η ταινία κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεν έχει καθόλου μουσική, τα λίγα αποσπάσματα που συνοδεύονται από ήχους είναι συγκλονιστικά. Εκτός από τον ήχο του νερού, της βροχής και μιας ακονιστικής πέτρας, το φιλμ συνοδεύεται από την μουσική του Ντεμπισσύ, του Βάγκνερ, του Μπετόβεν, του Βέρντι καθώς επίσης και από ρωσικά λαϊκά τραγούδια. Η ένατη συμφωνία του Μπετόβεν συνοδεύει την πιο δραματική σκηνή της ταινίας.

Βραβεύσεις

Η ταινία βραβεύτηκε με το Prize of the Ecumenical Jury. Βραβεύτηκε επίσης με το FIPRESCI στην κατηγορία καλύτερης διεύθυνσης. Το 1983 πήρε βραβείο στο Φεστιβάλ των Κανών.[1] Ο Ταρκόφσκι βραβεύτηκε μαζί με τον Ρόμπερτ Μπρέσον με το βραβείο Grand Prix du cinéma de creation, ενώ οι Σοβιετικές αρχές απέτρεψαν την βράβευσή του με την χρυσή Πάλμη.[2]

Αναφορές

  1. Festival de Cannes: Nostalghia. festival-cannes.com. Ανακτήθηκε στις 2009-06-16.
  2. Wagstaff, Peter (2004). Border crossings: mapping identities in modern Europe. Peter Lang. σελ. 169. ISBN 9783039102792. Ανακτήθηκε στις 7 March 2011.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι



Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΡΑΪΧ του Peter Fritzsche


Συγγραφέας:
Peter Fritzsche
Τίτλος:
ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΡΑΪΧ
Σειρά:
Ιστορική Βιβλιοθήκη
ISBN
9789608097940
Την κρυφή γοητεία του ναζισμού δεν θα την ανακαλύψει κανείς στα στρατόπεδα θανάτου, στη δράση των Ες-Ες και στα εγκλήματα πολέμου - αλλά στην ικανοποίηση των συναισθηματικών αναγκών ενός λαού που αναζητούσε αυτοεκτίμηση, κοινωνική συνοχή και ασφάλεια. Λίγο ασχολήθηκαν οι ιστορικοί με τα αίτια των μαζικών προσχωρήσεων στο ναζισμό, με τα αληθινά βιώματα και τις αληθινές συνθήκες ζωής, την καθημερινότητα, τις νοοτροπίες της μεγάλης πλειονότητας του γερμανικού λαού στα υποτιθέμενα «καλά χρόνια» του Τρίτου Ράιχ, πριν το ξέσπασμα του πολέμου - και ακόμη λιγότερο με το πώς αυτά τα βιώματα και οι νοοτροπίες κατέστησαν πολίτες και στρατιώτες ικανούς και πρόθυμους για τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα.
Οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου πίστεψαν ότι αρκούσε η προβολή των μεγάλων εγκλημάτων για να αποστραφούν οι λαοί τον ναζισμό· ότι αρκούσε ο μύθος ότι οι Γερμανοί δεν επιδοκίμαζαν τους ναζιστές ηγέτες τους, για να καταδειχτεί ότι οι λαοί είναι φύσει αντιφασίστες. Έτσι αγνοήθηκε το ιστορικό δεδομένο, ότι σε συνθήκες παντοειδούς κρίσης απαξιώνεται η δημοκρατία. Κυρίως, αγνοήθηκε η πανίσχυρη έλξη της ιδέας της λαϊκής κοινότητας - μιας κοινωνίας «αλληλεγγύης», χωρίς ταξικές συγκρούσεις, που καθιστά το έθνος άτρωτο....
βλ και

Ο θάνατος σου, η ζωή μου 

πηγη: http://www.bookpress.gr/stiles/debate/dreireich

E-mail Εκτύπωση
death-life-3reich_360x240Περί της λογικής του ναζισμού
«Κάποιες φορές δεν σου μένει παρά να κλάψεις. Αν αγαπάς τόσο πολύ τα παιδιά, όπως εγώ, δεν είναι καθόλου εύκολο», παραπονιέται ο αστυνομικός επιθεωρητής Fritz Jacob σε βαθμοφόρο των Ες-Ες. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, θα του γράψει: «Σου είμαι ευγνώμων για τη φιλική επίπληξη. Έχεις δίκιο. Εμείς οι άνδρες της νέας Γερμανίας πρέπει να είμαστε σκληροί με τον εαυτό μας».
Προφανώς, ο ανώτερος αξιωματικός τού υπενθύμισε ότι δεν επιτρέπεται πλέον να ακολουθούν τις ψευδεπίγραφες χριστιανικές αξίες της ευσπλαχνίας και του ελέους κι ότι, σε κάθε περίπτωση, σε λίγα χρόνια τα παιδιά θα είναι ενήλικες Εβραίοι. Ο Jacob εξακολουθεί να διακατέχεται από αμφιθυμία και σε αυτή τη δεύτερη επιστολή, ωστόσο δείχνει να πείθεται για την ιστορικών διαστάσεων αναγκαιότητα που τον καθιστά συνεργό στη γενοκτονία: «Είναι υπερβολικό να εξοντώνεται μια ολόκληρη οικογένεια όταν μόνο ο πατέρας είναι ο δράστης… Θα καθαρίσουμε το δρόμο χωρίς τύψεις συνείδησης και στη συνέχεια ο κόσμος θα ειρηνεύσει».
Πρόκειται για χαρακτηριστική μαρτυρία η οποία αναφέρεται στο βιβλίο του Peter Fritzsche, «Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Ο συγγραφέας, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, ανανεώνει την, όπως φαίνεται, ανεξάντλητη βιβλιογραφία για τον εθνικοσοσιαλισμό, εξετάζοντας εκ παραλλήλου με τα γεγονότα, επιστολές, προσωπικά ημερολόγια κι άλλες αυτοβιογραφικές μαρτυρίες «απλών», κυρίως, Γερμανών πολιτών και στρατιωτών, θυτών και θυμάτων. Μολονότι η εναντίωση προς φρικαλέες πράξεις ή ο συγκλονισμός από αυτές δεν λείπουν, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι Γερμανοί δρούσαν εν συνειδήσει κι εσκεμμένα. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι Ναζί τους κατέστησαν συνεργούς ή αδιάφορους μάρτυρες μέσω παραπλάνησης ή εξαπάτησης. Μάλιστα, προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ενόψει της διαφαινόμενης ήττας, στόχευαν να ενδυναμώσουν το φρόνημα του γερμανικού λαού μέσω της γνώσης του εγκλήματος (κατεξοχήν του Ολοκαυτώματος). «Πρόκριναν την οικειότητα της συνενοχής, όχι την απόσταση της άγνοιας».
volksgemeinschaftΓια τον Φρίτσε, μόνον αν πάρουμε στα σοβαρά την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού, τα αξιώματά του περί κοινότητας, έθνους και φυλής, όπως και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε σε βάθος πώς κατάφερε να κινητοποιήσει έναν ολόκληρο λαό και να τον καταστήσει συμμέτοχο στο καταστροφικό του πρόγραμμα. Οι Ναζί αξιοποίησαν προϋπάρχουσες ιδέες των οποίων το περιεχόμενο είτε εμπλούτισαν είτε παράλλαξαν και κυρίως τις συνάρθωσαν σε μια νέα, επαναστατική αφήγηση που μετασχηματίζει την κατάσταση κρίσης της Γερμανίας σε αγώνα εθνικής επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, φερ’ ειπείν η Volksgemeinschaft, η λαϊκή κοινότητα, που ανέκαθεν συνδυαζόταν με ένα δραματικό και πολεμικό στοιχείο, αναθεωρείται καταλήγοντας στην ακραία εκδοχή της: είναι διαρκώς εκτεθειμένη σε θανάσιμο κίνδυνο και ταυτόχρονα είναι αυτή που προσδίδει στο γερμανικό έθνος την τόσο ποθούμενη, μετά τις ταπεινωτικές συνέπειες της ήττας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενότητα κι αλληλεγγύη. Αυτός ο αγώνας για επιβίωση επενδύεται με ιδέες κοινωνικού δαρβινισμού και ανατιμά τη βία όχι απλώς σε επιβεβλημένο μέσο, αλλά σε πρωταρχική αξία και κινητοποιό δύναμη: Μόνο η απόλυτη διαθεσιμότητα για πάλη μπορεί να εγγυηθεί τη ζωή. Προϋπόθεση της υγείας και της ίδιας της ζωής του σώματος της κοινότητας καθίσταται έτσι η εξολόθρευση των εχθρών της. Επομένως, το να ανήκει κανείς ή να μην ανήκει στη λαϊκή κοινότητα όχι απλώς του προσδίδει την ιδιότητα του συντρόφου ή, αντίστροφα, του εχθρού (εξαφανίζοντας ενδιάμεσες εκδοχές και κάθε διαμεσολάβηση), αλλά μετατρέπεται κυριολεκτικά σε ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Ο απαράμιλλα φονικός χαρακτήρας του εθνικοσοσιαλισμού εδράζεται στη διατύπωση αυτού του σκεπτικού με βιολογικούς, φυλετικούς και ιατρικούς όρους. Η λαϊκή κοινότητα οφείλει να μετατραπεί σε μια φυλετικά «καθαρή», ομοιογενή μάζα κι αυτό το σχέδιο εντέλει είναι που, αν μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, αναγάγει την πολιτική σε βιοπολιτική αλλά εξίσου σε θανατοπολιτική: Οι υγιείς άριοι διαχωρίζονται από τους βιολογικά ξένους, οι ζωές που χρήζουν υποστήριξης (π.χ. προγράμματα επιλεκτικού ζευγαρώματος, επιδόματα μητρότητας κ.ο.κ.) διακρίνονται από τις ανάξιες ζωές (π.χ. προγράμματα ευθανασίας σωματικά ή διανοητικά πασχόντων, στείρωση ομοφιλόφυλων κ.ά., υποχρεωτικές αμβλώσεις από μια ηλικία και άνω, και βεβαίως εξολόθρευση των Εβραίων που κι αυτοί εκλαμβάνονται με φυλετικούς όρους, εφόσον για τους Ναζί σημασία έχει η βιολογική τους καταγωγή και είναι αδιάφορο αν ορισμένοι είναι πια στο θρήσκευμα Καθολικοί ή Προτεστάντες κτλ.).
Η βιολογία ως πεπρωμένο
Με αυτή την έννοια, η βιολογία θεωρήθηκε το πεπρωμένο του γερμανικού λαού και ο ρατσισμός ως μια επιστημονικά θεμελιωμένη, σύγχρονη μορφή πολιτικής οργάνωσης. Κι έτσι, μπροστάρηδες σε αυτό τον αγώνα μέχρις εσχάτων ήταν «...οι μορφωμένοι ιδεολόγοι επαγγελματίες, υψηλόβαθμα στελέχη των Ες-Ες, που θεωρούσαν εαυτούς ως τη φυλετική προφυλακή του εθνικοσοσιαλισμού. Ήταν ο μοντέρνος, επιστημονικός κόσμος των «εθνοκρατών» και ειδημόνων της βιοϊατρικής· αυτοί επινόησαν τα πιστοποιητικά γενετικής υγείας, αυτοί αξιολογούσαν τη γενετική αξία των ατόμων – όχι οι αντικομμουνιστές παλαίμαχοι των Freikorps που επάνδρωναν τα Τάγματα Εφόδου».
Ο Φρίτσε εξετάζει, μεταξύ άλλων, την κλιμάκωση της επιθετικότητας έναντι των Εβραίων μέχρι την «τελική λύση» κάτι που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον γιατί δείχνει πώς ακριβώς προϋπάρχουσες αντιλήψεις ευρέως διαδεδομένες σταδιακά αναβαθμίζονται και σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον μπορούν να προσλάβουν πια ακραίες μορφές. Έτσι, ο αντισημιτισμός δεν ήταν βέβαια κάτι που επινόησαν οι ναζί –ήταν κάτι οικείο για τους Γερμανούς– αλλά οι Ναζί το συνδύασαν με τον πυρήνα της γερμανικότητας και καλλιέργησαν συστηματικά στερεότυπα που δίνουν έμφαση στη σωματική διάσταση. Έτσι, ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού του 1933 σε ορισμένες πόλεις οι Εβραίοι αποκλείστηκαν από τις πισίνες και τα εβραιόπουλα από το μάθημα κολύμβησης στα σχολεία. Το μήνυμα, αν και ήπιο σε σχέση με το τι θα ακολουθούσε, ήταν σαφές.
ewigerjudefilmΌσο περισσότερο οι Γερμανοί εξοικειώνονταν και τελικά υιοθετούσαν το φυλετικό τρόπο σκέψης, τόσο περισσότερο πρόθυμοι ήταν να συμμετέχουν ενεργά στα παρακολουθήματά του. Ας πούμε, σύμφωνα με επιστολές προς τους οικείους τους, οι ίδιοι οι φαντάροι στο μέτωπο θεωρούσαν ότι συμμετέχουν σε κοσμοϊστορικά γεγονότα κι αντιμετώπιζαν τους εχθρούς, π.χ. τους Ρώσους, με ρατσιστικά στερεότυπα, κάτι που διευκόλυνε και τη συστηματική εξόντωση εκ μέρους τους του άμαχου πληθυσμού. Κατ’ αναλογία, το ίδιο εύκολο φάνηκε πως ήταν όχι μόνο για τους σχεδιαστές, αλλά και για τους Γερμανούς κατοίκους η μετατροπή του Άουσβιτς σε πρότυπη βιομηχανική πόλη, με οικογενειακές μονοκατοικίες και γκαράζ, ακριβώς την περίοδο που στο στρατόπεδο συστηματοποιήθηκε η δολοφονία των Εβραίων. «Κοντολογίς, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν το τρομακτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεσπούσαν πογκρόμ και κτηνωδίες. Ήταν κάτι ακόμη πιο φοβερό: ένας υπαρξιακός πόλεμος των Εθνικοσοσιαλιστών, που στόχευαν να επιβάλουν μια νέα φυλετική τάξη πραγμάτων, όπου η υγεία του γερμανικού σώματος ισοδυναμούσε με την καταστροφή των μη γερμανικών εθνών της ανατολικής Ευρώπης και τη φυσική εξόντωση των Εβραίων».
Δεν είναι εδώ ο χώρος για μια αναλυτική διαπραγμάτευση της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής, που θα έδειχνε ότι η εκδοχή του «εθνικισμού» που πρεσβεύει (και) σήμερα είναι ο εθνοφυλετισμός, δηλαδή στην ουσία του ο εθνικοσοσιαλισμός στο ακέραιο. Αλλά ο πειρασμός είναι μεγάλος και θα διατυπώσω μια μόνο σκέψη με μορφή ερωτήματος. Μήπως η καμπάνια που προωθεί «Αίμα μόνο για Έλληνες» δεν είναι απλώς μια ψευδοακτιβιστική δράση, αλλά συμβολίζει κυρίως την ιδέα ότι το όμαιμον κάνει τους Έλληνες Έλληνες; Κι ότι, επιπλέον, εφόσον η μετάγγιση αίματος σώζει ζωές, αξιοβίωτες μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι «δικές μας»;
βλ και :
--------------------------------------------------------------------
 http://www.lectores.gr/2013/07/%CE%B7-%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%B1-%CE%AE-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5/

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ :Bolek i Lolek w Europie 02 w krolestwie posejdona ..Τότε που η Ευρώπη ηταν ακόμα ανθρώπινη


Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

καλά δεν βλέπουν ότι καταστρέφουν τις ζωές μας; Ρώτησαν τον κ Κόινερ

καλά δεν βλέπουν ότι καταστρέφουν τις ζωές μας;  Ρώτησαν τον κ Κόινερ
- είναι απλό .Βλέπουν το δάσος και όχι τα δέντρα  . Κι εμείς  είμαστε τα δέντρα (προς  ξύλευση)

Η επιτυχημένη αποτυχία/ antonisliakos.gr /Aρθρο στο Κυριακάτικο Βήμα


Η επιτυχημένη αποτυχία
antonisliakos.gr
Aρθρο στο Κυριακάτικο Βήμα Όταν οι κοινωνίες υφίστανται ισχυρές, βίαιες μεταβολές που δεν τις ελέγχουν οι ίδιες, η πολιτική τάξη συνήθως καταρρέει. Προϊόν κατάρρευσης είναι ο συνασπισμός ...
 

Η επιτυχημένη αποτυχία


Aρθρο στο Κυριακάτικο Βήμα
Όταν οι κοινωνίες υφίστανται ισχυρές, βίαιες μεταβολές που δεν τις ελέγχουν οι ίδιες,   η πολιτική τάξη συνήθως καταρρέει. Προϊόν κατάρρευσης είναι ο συνασπισμός  μέρους της τριχοτομημένης Δεξιάς με όμηρο  τα υπολείμματα του Πασόκ. Άσχετοι υπουργοί σε άσχετα υπουργεία που ενοποιούνται  και διαχωρίζονται χωρίς σχέδιο, λόγω   ενδοκομματικών ισορροπιών. Φληναφήματα τα περί αναδιοργάνωσης και εξορθολογισμού της κυβέρνησης. Ωστόσο οι πολιτικές οικογένειες στην Ελλάδα έχουν ισχυρό ένστικτο επιβίωσης σε διαφορετικούς καιρούς και περιβάλλοντα. Προσλήψεις τον καιρό των προσλήψεων, απολύσεις τον καιρό των απολύσεων, ξέρουν   πού φυσάει ο άνεμος,  ποιανού το θέλημα υπερισχύει. Πραγματικός πυρήνας της κυβέρνησης είναι το υπουργείο   Οικονομικών, μια μηχανή που λογοδοτεί στην τρόϊκα, στο Eurogroup,  στις συναντήσεις κορυφής.

Είναι παραπλανητικό να σκεφτόμαστε το ελληνικό πρόβλημα με όρους   success  story ή αποτυχίας.  Η αναμόρφωση της χώρας έχει συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό.  Άλλαξε δραματικά η σχέση πολίτη-κράτους-κοινωνίας-οικονομίας. Διαλύθηκε  η  δημόσια υγεία,  η εργασία και οι εργασιακές συνθήκες  κονιορτοποιήθηκαν, ανάμνηση οι κοινωνικές ασφαλίσεις,  τα   υπολείμματα κοινωνικής πρόνοιας παραχωρούνται στη  φιλανθρωπία. Από την κοινοβουλευτική  δημοκρατία μένει το όνομα˙ η χώρα κυβερνιέται με διατάγματα νομοθετικού περιεχομένου, οι  μεγάλες αποφάσεις περνούν εκτός κοινοβουλίου. Αυτό το πλάσμα χώρας δεν έγινε έτσι λόγω της κρίσης, αλλά μέσω της κρίσης. Η κρίση ήταν ένα εργαλείο για προσαρμογές που εκκρεμούσαν  από το 1974 και το 1981 (υπερβολική δημοκρατία),  από το 1989 (ασύμμετρη ευημερία),  από την    δημιουργία της ευροζώνης το 2000, και από την κρίση χρέους που έπληξε το δυτικό κόσμο από το 2007 μετατρέποντας τις χρηματο-οικονομικές κρίσεις σε δημοσιονομικές και σε ολόπλευρες κοινωνικές κρίσεις. Η   νοτιο-ασιατικοποίηση της μεσογειακής Ευρώπης ήταν αποτέλεσμα των αποτελεσμάτων της πίεσης των μεγάλων αναδυομένων οικονομιών στις δυτικές κοινωνίες. Θάλασσες φτωχών, νησίδες πλούτου και επίδειξης,  αυταρχικό πλαίσιο, πολιτισμικός κατακερματισμός. Το τέλος της Ευρώπης των πολιτών. Αυτές είναι οι πραγματικότητες πίσω από λέξεις όπως «έλλειψη ανταγωνιστικότητας», και κυρίως «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Μια γιγαντιαία αναδιανομή πλούτου, φυσικών πόρων, ισχύος,   κύρους, συμβολικού κεφαλαίου. Η κατάργηση του δημόσιου τομέα της ραδιοτηλεόρασης με τον τρόπο που έγινε μπροστά μας,   το μούδιασμα της κοινωνίας μετά τον πρώτο θυμό, και  οι αποκλιμακούμενες αντιδράσεις,  εικονογραφεί   εύγλωττα  την επιτυχία αυτής της ιστορίας.  Αυτή είναι η Ελλάδα του μέλλοντός μας.  
Το δίλημμα μέσα ή έξω από την Ευρώπη, δεν ήταν προσχηματικό. Ήταν εργαλείο αυτής της μεταβολής.  Αποδείχτηκε επιτυχημένο γιατί   αντεστραμμένο, ως «εντός ή εκτός του ευρώ», βασανίζει ακόμη την Αριστερά και την εμποδίζει να προχωρήσει τολμηρά σε μια σύλληψη αναδόμησης του πολιτικού πλαισίου και στην διατύπωση ενός εναλλακτικού αλλά    πειστικού οράματος για την κοινωνία. Η βίαιη μεταβολή της κοινωνίας συνετελέσθη. Αυτή θα πρέπει να είναι η αφετηρία οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου. Κατά τη γνώμη μου κάθε πολιτική που θα βασίζεται σε αναμονές “βγαίνει” ή “δεν βγαίνει” το σχέδιο, είναι success story ή αποτυχία,  είναι καταδικασμένη να αποτύχει.    Η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να πετύχει, αλλά στα νοσοκομεία να αντιστοιχεί ένας νοσηλευτής  για 60 ασθενείς, όπως στον Ευαγγελισμό. Αυτό πως αποκαλείται, επιτυχία ή αποτυχία, διάσωση ή χρεωκοπία;
Το ζήτημα είναι το σχέδιο μιας εναλλακτικής πορείας, όχι με όρους αποκαλυπτικής καταστροφής. Όχι με όρους τελικής μάχης, ούτε μοιραίου ατυχήματος. Όχι πως η ομαλή πορεία είναι διασφαλισμένη, ούτε ότι ρήξεις αποκλείονται. Αλλά ένα σχέδιο αναδημιουργίας της χώρας δεν μπορεί να βασιστεί σ’ αυτά. Πρέπει να  μπορεί να αφομοιώνει τα αιτήματα  που εκφράζουν οι πλατείες και τα κινήματα για τον εκδημοκρατισμό και τη διαφάνεια των αποφάσεων,   αλλά δεν μπορεί να εγκαταλείπει την πολιτική σ’ αυτά. Χρειάζεται ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Όχι επειδή   η λέξη μεταρρύθμιση κατάντησε  ομολογία πίστης, αλλά επειδή η χώρα δεν μπορεί να βαδίσει ούτε στις παλιές τροχιές, ούτε στις καινούργιες μνημονιακές τροχιές. Το λάθος του δημαρικού μεταρρυθμισμού ήταν  το άτολμο, το επιδερμικό των μεταρρυθμίσεων, το ανάμεσα. Με τις θεωρίες του Αντώνη Μανιτάκη ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχουν δικαιώματα και ότι το κράτος πρέπει να κάνει μόνο ότι δεν μπορούν να κάνουν οι ιδιώτες, η Δημάρ αυτοαφοπλίσθηκε  προσαρμόστηκε πλήρως στο κατεδαφιστικό σχέδιο της μνημονιακής πολιτικής. Οι καθηγητές-υπουργοί της έγιναν συνώνυμοι της αναποτελεσματικότητας. Τρόμαξαν και έφυγαν μόνο όταν κατάλαβαν ότι το καθήκον που τους είχαν αναθέσει ήταν οι μαζικές απολύσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων αγαθών. Τα περιθώριά τους ήταν μηδαμινά ακόμη και σε ζητήματα όπως η ιθαγένεια και το αντιρατσιστικό όπου η τρόικα δεν είχε λόγο.
Ένα νέο μεταρρυθμιστικό σχέδιο χρειάζεται μια διαφορετική φιλοσοφία η οποία θα το κάνει συνεκτικό, παρεμβατικό, συστηματικό. Ο κόσμος έχει μπει δε διαδικασία βαθιών αλλαγών. Δεν μπορείς να κάνεις πολιτική αν δεν προτείνεις αλλαγές. Όχι εμβαλωματικές, όχι εκ των ενόντων, όχι των ισορροπιών, αλλά μεγάλες αλλαγές με έμπνευση,  που συναντούν τον ορίζοντα της ιστορίας.   Αλλαγές με πυρήνα  το μη αναγώγιμο των  ανθρώπινων δικαιωμάτων, την   καθολική τους  αξία πέρα από   διαφορές έθνους, φύλου, φυλής, θρησκείας, πλούτου, κοινωνικής τάξης. Αλλά και με επίγνωση των προηγούμενων αποτυχιών.
Κορμός αυτού του σχεδίου δεν μπορεί   να είναι, στις παρούσες συνθήκες, παρά η Αριστερά. Μια Αριστερά  που θα πρέπει να αποκτήσει  την ικανότητα της συνθετικής αναδόμησης και της ανανέωσης της ελληνικής πολιτικής ζωής. Η απελευθέρωση της Δημάρ από τις αυταπάτες της, κάνει ευνοϊκότερη ενδεχομένως την έκβαση του εγχειρήματος. Προϋπόθεση η ικανότητα του Σύριζα   να μεταμορφωθεί σε ένα κόμμα του μέλλοντος  με  συναίσθηση ότι η πορεία του  ελληνικού  προβλήματος εξαρτάται από την υπέρβαση των αγκυλώσεων και των  αδυναμιών του,  από την ανάπτυξη των   στρατηγικών του ικανοτήτων και την εκδίπλωση της   νεανικής και ταλαντούχας ενδοχώρας του.    Η ικανότητα  δηλαδή να διατυπώσει ένα λόγο (και με τις δυο σημασίες της λέξης) μακράς ιστορικής πνοής.

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Ο νέος φιλελεύθερος αντιρατσισμός Η μεταστροφή του γάλλου φιλοσόφου Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ, από την κριτική του εθνικολαϊκισμού στην υπεράσπιση της «εθνικής επιλογής» και του σαρκοζισμού, είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα για το δημόσιο διάλογο περί μετανάστευσης (και) στην Ελλάδα /του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου/αναδημοσιευση απο www.rednotebook.

Ο νέος φιλελεύθερος αντιρατσισμός

Η μεταστροφή του γάλλου φιλοσόφου Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ, από την κριτική του εθνικολαϊκισμού στην υπεράσπιση της «εθνικής επιλογής» και του σαρκοζισμού, είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα για το δημόσιο διάλογο περί μετανάστευσης (και) στην Ελλάδα
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Το τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου της Νέας Εστίας φιλοξενεί, ανάμεσα σε άλλα, ένα κείμενο του γάλλου φιλοσόφου και πολιτειολόγου Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ, υπό τον «βαρύ» τίτλο «Ο μεταναστευτισμός, ή η τελευταία μοιρολατρική ουτοπία των πολιτικώς ορθοφρονούντων». Το κείμενο (για την ακρίβεια: απόσπασμα από βιβλίο του Ταγκυέφ) είναι γραμμένο το 2007. Η επιλογή, λοιπόν, της μετάφρασης και δημοσίευσής του «υπαινίσσεται» ένα επιχείρημα επίκαιρο και σήμερα, και μάλιστα θετικά επίκαιρο, αφού το επίμαχο δημοσιεύεται χωρίς κάποιου είδους εισαγωγική κριτική. Προϋποτίθεται βεβαίως ότι η συζήτηση περί μετανάστευσης είναι η ίδια στη Γαλλία και στην Ελλάδα, ότι η θεσμοποίηση του ρατσισμού (ή του «μεταναστευτισμού») στις δύο χώρες είναι διαχρονικά ισομεγέθης κ.ο.κ. - όσο κι αν η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική.

***

Ο συγγραφέας δεν χρειάζεται συστάσεις: οι μελέτες του για τα ιδεολογικά «μοτίβα» της άκρας δεξιάς (το λαϊκισμό, τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τη συνωμοσιολογία) είναι γνωστές στο ελληνικό κοινό. Το εν λόγω κείμενο, ωστόσο, δεν εμπίπτει στις προαναφερθείσες προτεραιότητες· αντίθετα, στο στόχαστρο του Ταγκυέφ βρίσκονται εδώ οι αντίπαλοι των «αντιδραστικών», οι «ψευδαισθήσεις» αλλά και η απατηλή τους ρητορεία – εύγλωττος, από αυτή την άποψη, ο τίτλος του βιβλίου («Les Contre-réactionnaires. Le progressisme entre illusion et imposture»), η απροκάλυπτη επιθετικότητα του οποίου διατρέχει ολόκληρο το υπό συζήτηση κείμενο.

Η επιλογή του «αντιπάλου» και η αναγωγή του σε καθεστώς

Η (θεμιτή) αυτή «χειρονομία», η επιλογή δηλαδή του αντικειμένου της κριτικής, δεν είναι άνευ πολιτικής σημασίας ούτως ή άλλως· πολύ περισσότερο, όμως, που η συγκυρία στην οποία διατυπώνεται το επιχείρημα του Ταγκυέφ συμπίπτει με την ανοδική τροχιά που διαγράφει στη Γαλλία ο «σαρκοζισμός». Πρόκειται για την επαύριο των ταραχών στα προάστια, η καταστολή των οποίων ανέδειξε τον τότε υπουργό Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζύ σε «άνθρωπο του κράτους», έθεσε δε τη συζήτηση περί ταυτότητας και μετανάστευσης με νέους, δυσμενέστερους για το γαλλικό αντιρατσιστικό κίνημα όρους.

Στη συγκυρία αυτή, λοιπόν, ο Ταγκυέφ επιχειρεί να πάρει αποστάσεις από τους δύο «μαξιμαλισμούς», τον αριστερό («όλοι μέσα») και τον δεξιό («όλοι έξω»), επιτίθεται όμως στον «μεταναστευτισμό», την πεποίθηση δηλαδή ότι η μετανάστευση είναι φαινόμενο αναπόφευκτο και συγχρόνως θετικό. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οι οπαδοί του «μεταναστευτισμού» εκπροσωπούν την «κατεξοχήν θέση του πολιτικά ορθού», τη δυνατότητα, με άλλα λόγια, διαμόρφωσης ενός κανόνα, που κατά τον ίδιο θα πρέπει να αποκαθηλωθεί. Πρόκειται για «μομφή» που στην Ελλάδα μόνο η ακροδεξιά μπορεί ακόμα να διατυπώνει. Διατρέχοντας, έτσι, το κείμενο, μένεις με την εντύπωση ότι η SOS-Rascisme και το Δίκτυο Frasanito είναι περίπου έτοιμοι να σχηματίσουν κυβέρνηση υπό τον Ολιβιέ Μπεζανσενό – άλλο αν η καθημερινότητα των «μελαμψών», ο πραγματικός πολιτικός συσχετισμός και η τρέχουσα μεταναστευτική πολιτική (με τις αεροπορικές απελάσεις και τα συναφή) έχουν άλλη άποψη.

Η κριτική στο «μεταναστευτισμό»

Δεν έχει, νομίζω, αξία να εμμείνει κανείς στο θυμικό-υφολογικό μέρος, στη χοντροκομμένη ας πούμε ειρωνεία του συγγραφέα (προς το «νέο αριστερισμό», τα «μεταμοντέρνα τραγούδια του ‘νομαδισμού’», τη «νεοθρησκεία της Ποικιλομορφίας» και τον «αγγελισμό» της «μεταναστευτικιστικής καλής ψυχής»), ούτε στην εξεζητημένη, επιεικώς, θέση του ότι απόψεις περί μετανάστευσης σαν αυτές των «αριστεριστών» συνεπάγονται «εξαφάνιση της πολιτικής δράσης, εξάλειψη της πολιτικής θέλησης, εκμηδένιση της ελευθερίας (σ.σ.: των πολιτικών φορέων) να κάνουν επιλογές, έλευση τελικά της απολιτικής». Όλα τα παραπάνω έχουν βεβαίως τη σημασία τους, όμως το επιχείρημα καθαυτό παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Αυτό που κατ’ αρχάς ζητά ο Ταγκυέφ είναι κάτι μάλλον λογικό: να σκεφτούμε τη μετανάστευση ως φαινόμενο μη αναπόφευκτο και χωρίς να προδικάσουμε το θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα της. Ο ίδιος προσάπτει στους «μεταναστευτιστές» μιαν αφελή αισιοδοξία, στο βαθμό που δεν θίγουν το ζήτημα της (δυνατότητας) ενσωμάτωσης των μεταναστών, σε μια στιγμή που «τα όργανα ενσωμάτωσης που έχουν δοκιμασθεί —το σχολείο, η ενορία και η στρατιωτική θητεία—εξαφανίσθηκαν ή έπαψαν να παίζουν ενσωματωτικό ρόλο». Κάπως έτσι —υποστηρίζει—, οι υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας, μολονότι αντιφιλελεύθεροι οι ίδιοι, γίνονται απολογητές ενός laissez-faire στις μεταναστευτικές ροές, το οποίο χαροποιεί μονάχα τους λαθρέμπορους και τους πάσης φύσεως δουλεμπόρους.

Το «διά ταύτα»: επιλεκτική μετανάστευση, εκλεκτικές συγγένειες

Αν μείνει κανείς στο ισχυρό μέρος της επιχειρηματολογίας του Ταγκυέφ, αν ας πούμε παρακάμψει τη μεθοδολογική εξίσωση των «μαξιμαλισμών» και προσπεράσει το ότι οι  επάρατοι «μεταναστευτιστές» δεν αδιαφορούν για τα ζητήματα της ενσωμάτωσης (αντίθετα, τα εγγράφουν σε μια προοπτική αναδιανομής που ο συγγραφέας δεν διανοείται), ο Ταγκυέφ υποστηρίζει το προφανές: η μετανάστευση δεν είναι αναπόφευκτη (δηλαδή συμβαίνει υπό όρους), η δε ζωή μεταναστών και γηγενών δεν βελτιώνεται νομοτελειακά διά της μετανάστευσης.

Στον αντίποδα, ωστόσο, του «αφελούς/αγνωστικιστικού» αντιρατσισμού (τεκμήρια της αφέλειας του οποίου δεν παρατίθενται, αλλά υπονοούνται από τον ειρωνικό τόνο του κειμένου...), ο Ταγκυέφ εμβληματοποιεί τον αντιρατσισμό του εργοδότη, ισχυριζόμενος ότι «η μεταναστευτική πολιτική πρέπει να είναι επιλεκτική, όσο τουλάχιστον (ειρωνικός και εδώ ο τόνος) βάση της πολιτικής παραμένει το έθνος-κράτος. Ποιο θα είναι, όμως, το κριτήριο της επιλογής; Η «σημαντική σπάνη ειδικευμένου προσωπικού». Ο Ταγκυέφ κατηγορεί το «μεταναστευτισμό» ότι εισηγείται το τέλος της πολιτικής, μεμφόμενος τους «μετανατευτιστές» ότι κλείνουν τη συζήτηση πριν καν ανοίξει: είναι ο ίδιος που επισημαίνει την έλλειψη καταρτισμένων από την αγορά ως μόνο κριτήριο που πρέπει να δεσμεύει δεξιούς και αριστερούς, φιλελεύθερους ή σοσιαλιστές, «ανεξαρτήτως των ιδεολογικών τους διαφορών». Όσο κι αν ψάξει κανείς, άλλο κριτήριο επιλογής των μεταναστών πέραν των αναγκών «της αγοράς» δεν εμφανίζεται στο κείμενο.

Επιλογή, βεβαίως, δεν σημαίνει απαραιτήτως διάκριση – ή, τουλάχιστον, όχι ακριβώς: «Τόσο στο ζήτημα της απασχόλησης όσο και σε αυτό της χορήγησης των διπλωμάτων, τα κριτήρια μη διακριτικής επιλογής θεμελιώνονται στην κοινωνικά αναγνωρισμένη ικανότητα ή στις αξιοκρατικές αξίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια επιλεκτική μεταναστευτική πολιτική δεν είναι καθόλου προορισμένη να υπακούει σε ένα καθεστώς διακρίσεων». Απλά ο (κατά την αγορά) ανεπαρκώς μορφωμένος ξένος θα είναι ανεπιθύμητος.

Τι διαφορετικό, όμως, έλεγε ήδη από το 2007 ο Σαρκοζύ, όταν, θέτοντας στο τραπέζι τον όρο «επιλεκτική μετανάστευση» [immigration selective], υποσχόταν να φέρει στη Γαλλία «τους καλύτερους, και όχι αυτούς που δεν είναι επιθυμητοί πουθενά αλλού» [1]; Δεν επρόκειτο και τότε για την υπεράσπιση της διάκρισης που δικαιολογεί η «αξία» (μια μεταναστευτική ελίτ ας πούμε;), με ανυπέρβλητο κριτήριο κι εδώ το «υπεράνω όλων» οικονομικό laissez-faire; Μάταια θα ψάξει να βρει ο αναγνώστης του Ταγκυέφ έστω και ένα σημείο που η σκοπιά θέασης να αφίσταται της «λογικής» του κράτους (και τελικά της αγοράς) - να προσεγγίζει, ας πούμες τις ανάγκες των ίδιων των «χωρίς χαρτιά» ή να επερωτά την απουσία στήριξης από τη Δύση των χωρών αποστολής.

Υπάρχουν, δυστυχώς, και χειρότερα: Πόσο, για παράδειγμα, διαφέρει το λεπενικό «δουλειές στους Γάλλους» (και γενικά η διαιρετική πολιτική της «εθνικής προτίμησης» που προπαγανδίζει η ανά την Ευρώπη ακροδεξιά) από το επιχείρημα του Ταγκυέφ περί κινητοποίησης «εγχώριων πόρων (…) πριν καλέσουμε ξένα εργατικά χέρια»; Κατά τον ίδιο, «οι υπάλληλοι και οι μισθωτοί που εργάζονται νόμιμα αντιμετωπίζουν έναν αθέμιτο ανταγωνισμό». Πώς γίνεται, όμως, και μόνος ορατός για τον Ταγκυέφ ανταγωνισμός είναι ο (φυσικοποιημένος) ενδοταξικός και πόσο διαφέρει αυτή η θεώρηση από την τρέχουσα εθνικολαϊκιστική ρητορική του κοινωνικού αυτοματισμού;

Τα ερωτήματα που εγείρει η πολεμική του Ταγκυέφ δεν σταματούν καν εδώ. Τι διαφορετικό λέει η ακροδεξιά όταν συνδέει μετανάστευση και εγκληματικότητα, από τον Ταγκύεφ, τη στιγμή που ο τελευταίος υπογραμμίζει την «αύξουσα σημασία (…) του οργανωμένου εγκλήματος στα προάστια, με υπερ-εκπροσώπηση των νεαρών που προέρχονται από την μαγκρεμπίνικη και αφρικανική μετανάστευση»; Σε τι διαφοροποιείται η θρηνητική για το «θάνατο του έθνους» ρητορεία από την παρατήρηση του γάλλου πολιτειολόγου ότι «η ‘πληθυντική κοινωνία’, η οποία αναγγέλλεται, προσφέρει το θέαμα ενός συγκρουσιακού κατακερματισμού στο φόντο ανομίας [ενώ] το πολιτικό έθνος αποσυντίθεται σε ανταγωνιστικά ταυτοτικά, και εχθρικά μεταξύ τους, λόμπυ»; Και βέβαια πόσο αφίσταται της επιχειρηματολογίας του Χάντιγκτον η προειδοποίηση του Ταγκυέφ ότι «το να κλείνει κανείς τα μάτια στον ακήρυκτο πολιτισμικό πόλεμο που λαμβάνει χώρα κυρίως στη Δυτική Ευρώπη είναι απόδειξη αγγελισμού»;

Τα «θεμιτά» όρια αντιρατσισμού και αριστεράς

Είναι νομίζω σαφές ότι ο νέος φιλελεύθερος αντιρατσισμός τύπου Ταγκυέφ απέχει μακράν μιας θεμιτής (και κατά τη γνώμη μου αναγκαίας) κριτικής στη μεταμοντέρνα συλλογιστική [2]. Η τελευταία βλέπει στους μετανάστες το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο εκ των προτέρων, αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι η υποστήριξη της πολυεθνικότητας είναι ανεπαρκής απέναντι στο θεσμικό ρατσισμό χωρίς ταυτόχρονη έμφαση στην κοινωνική-ταξική διάσταση του φαινομένου· είναι ο συνδυασμός ταξικότητας και πολυεθνικότητας αυτός που ενοποιεί γηγενείς και αλλοδαπούς, υποχρεώνοντάς τους ταυτόχρονα να μην εξαντλούν τις διεκδικήσεις τους στον ορίζοντα του εθνικού κράτους. Ο Ταγκυέφ, από την άλλη, ξεκινά μια κριτική στους μεταμοντέρνους με τελικό προορισμό τη διάσωση του έθνους-κράτους από την «ανεξέλεγκτη» (sic) μετανάστευση, την οποία θεωρεί αντιφατική εν τοις όροις με την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Με άλλους όρους, σύγχρονη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας είναι η υπεράσπιση της εθνικής ομοιομορφίας - αφ’ ης στιγμής τουλάχιστον καλυφθεί η περίφημη σπάνη ειδικευμένου προσωπικού…

 «Ο Ταγκυέφ ασκούσε ανέκαθεν κριτική στον αντιρατσισμό», παρατηρούσε προ ετών ο Ερίκ Φασέν, «μέχρι όμως τις αρχές του ’90, το έκανε ώστε ο τελευταίος να αντιστέκεται καλύτερα ‘απέναντι στο ρατσισμό’. Αυτή η λογική μοιάζει σήμερα μακρινή» [3]. Σήμερα η κριτική περί υπαγωγής των μεταναστών σε κάποιο επαναστατικό σχέδιο της αριστεράς (για την οποία ο Ταγκυέφ παραθέτει σχετικό απόσπασμα του Εμίλ Ζολά…), μοιάζει να συνηχεί με τη μομφή της ακροδεξιάς ότι οι «λαθραίοι» αποτελούν τον επαναστατικό στρατό της αριστεράς, στόχος του οποίου είναι η εξάρθρωση του έθνους.

Ζητούμενο, από αυτή τη σκοπιά, είναι να αντιμετωπιστεί η άκρα δεξιά με τον μόνο τρόπο που μπορεί να φανταστεί μια σημαντική μερίδα της γαλλικής (και δυστυχώς και της εγχώριας) διανόησης, καθώς βεβαίως και του αστικού πολιτικού προσωπικού: διά της ιδιοποίησης και εφαρμογής τμημάτων του ιδεολογικού της οπλοστασίου. Αντιστρόφως, είναι οι «υπερβολές» του αντιρατσιστικού κινήματος αυτές που ενισχύουν την ξενοφοβία και το ρατσισμό [4]. Ας θυμηθούμε ότι το άγχος της αποστασιοποίησης από τους «μαξιμαλισμούς» ήταν αυτό που, τον περασμένο Γενάρη, υποχρέωνε και τη Δημοκρατική Αριστερά να εξισώνει τον Άγιο Παντελεήμονα με την απεργία πείνας των 300 μεταναστών στη Νομική – και όχι μόνο. «Την τελευταία δεκαετία», σημείωνε προ μηνών στην Καθημερινή ο Σταύρος Λυγερός [5], «έχω επανειλημμένως προβλέψει ότι οι αντιρατσιστικές κορώνες το μόνο που καταφέρνουν είναι να τροφοδοτούν πολιτικά τη σκληροπυρηνική ακροδεξιά» - σα να λέμε «όσοι μάχονται εναντίον της βίας κατά των γυναικών, εξοργίζουν κι άλλο τους ευέξαπτους άνδρες, οπότε καλά θα κάνανε να σκάσουν» [6].

Χάριν τίνος τελικά να αποφύγουμε τον αριστερό μαξιμαλισμό, αν από φιλελεύθερες –υποτίθεται– προκείμενες ελαχιστοποιούμε την απόσταση από τον ανορθολογισμό της δεξιάς;



Σημειώσεις:

[1] [http://focus-migration.hwwi.de/France.1231.0.html?&L=1]
[2] Για μια τέτοια κριτική, βλ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, «Αμφισβητεί η μετανάστευση το κράτος και τον καπιταλισμό;»Η εποχή, 23.1.2005 [http://www.epohi.gr/paraskevopoulos_immigrants_issues_2312005.htm]
[3] Eric Fassin, «Aveugles à la race ou au racisme? Une approche strategique», στο: Didier Fassin et Eric Fassin (2006), De la question sociale à la question raciale?, La Decouverte
[4] Το επιχείρημα σταδιοδρομεί εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες. Βλ. Ετιέν Μπαλιμπάρ – Ιμμάνουελ Βαλερστάιν (1991), Φυλή, έθνος, τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Ο Πολίτης
[5] Σταύρος Λυγερός, «Άγιος Παντελεήμονας και ‘Χρυσή Αυγή’», Καθημερινή, 12.11.2010 [http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_12/11/2010_422153]
[6] Ντίνα Τζουβάλα, «’Κατανοώντας’ τη βία στον Άγιο Παντελεήμονα», Red Notebook, 15.11.2010 [http://www.rednotebook.gr/details.php?id=811]

Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο -Στη τέχνη και στη Κοινωνία. Πέτρος Θεοδωρίδης

  Πέτρος Θεοδωρίδης (τμήμα κινηματογράφου Α.Π.Θ ) Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο Στη τέχνη και στη Κοινωνία   Α. :Μοντερνισμός   ...